Η άκρη του νήματος

 

του jean-claude dunyach

 

Μετάφραση: Γιώργος Γούλας – Επιμέλεια: Άγγελος Μαστοράκης

 

Αποδεικτικά στοιχεία για τον ερχομό τους υπάρχουν στο Μουσείο των  Πολιτισμών, στο υπόγειο τμήμα με τα χαλιά. Από μας μόνο δύο το ξέρουν:  η Λάουρα Μορέλι κι εγώ.

Το υπόγειο είναι το βασίλειό μας. Εδώ βρίσκονται τα πιο πολύτιμα χαλιά, αποθηκευμένα μέσα σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι για να προφυλάγονται, για να μην ξεθωριάζουν τα χρώματά τους. Η είσοδος στο κοινό απαγορεύεται και οι ειδικοί που ασχολούνται μ’ αυτόν τον τομέα είναι ελάχιστοι, έτσι που συχνά περνάμε ολόκληρες εβδομάδες ολομόναχοι, χωρίς να συναντήσουμε άνθρωπο.

Η Λάουρα με επέλεξε για βοηθό της μετά από μια συνέντευξη που κράτησε ελάχιστα. Από κείνη την πρώτη μας επαφή παραδόθηκα στο έλεος της γοητείας της. Έχει εξαιρετική φωνή, με μοναδική χροιά και λεπτότατες αποχρώσεις, που συνδυάζονται σε φαντασμαγορικές και περίτεχνες πλέξεις, σαν κι αυτές των φίνων χαλιών που ψηλαφούν συνέχεια τα χέρια της· αυτών των χαλιών που πάνω τους, νήμα προς νήμα, με μαθαίνει με ποιον τρόπο να ξετυλίγω κι εγώ με τη σειρά μου, τις ιστορίες τους και τα μυστικά τους. Πιστεύω πως θέλει να αφήσει σε κάποιον κληρονομιά τη γνώση της. Δεν της μένει πολύς καιρός· σύντομα θα αναγκαστεί να παραιτηθεί, να εγκαταλείψει την δουλειά της. Δεν την τρομάζει τόσο που θα χάσει τη δουλειά της όσο που δεν θα μπορεί πια να αγγίζει τα  πιο ξεχωριστά κομμάτια της συλλογής.

Εδώ τα πάντα είναι οργανωμένα έτσι που να βολεύουν τη Λάουρα: Ο λαβύρινθος που σχηματίζουν οι ειδικές παλέτες, με απλωμένα πάνω τους τα πιο υπέροχα  δείγματα, έτοιμα πάντα για τα αισθησιακά, σχεδόν ευλαβικά της χάδια·  ο πάγκος με τις βελόνες, τα βελονάκια, τις τσίγκλες και τα ειδικά άγκιστρα, όλα τακτοποιημένα στην εντέλεια.. Αυτό είναι το βασίλειό της, που όμως άρχισε σιγά - σιγά να το μοιράζεται μαζί μου, από τη στιγμή που κατάλαβε ότι λατρεύω κι εγώ τα χαλιά για τους ίδιους ακριβώς λόγους που τα λατρεύει κι εκείνη.

Κάθε μάλλινο χαλί από το Άνω Κουρδιστάν κρύβει κι ένα κομμάτι πραγματικής ζωής μέσα στο σφιχτοκομπιασμένο του υφάδι. Αυτά τα χαλιά είναι τόσο μεγάλα και πολύπλοκα που καμιά υφάντρα δεν προλαβαίνει να πλέξει πάνω από ένα, δυο ή –πολύ σπάνια– τρία σ’ ολόκληρη τη ζωή της. Οι συλλέκτες θαμπώνονται από τα πολύπλοκα σχέδιά τους και τις υπέροχες αποχρώσεις τους. Εμείς εξετάζουμε την πίσω πλευρά τους, με τους σφιχτούς κόμπους που είναι πατικωμένοι όπως οι κόκκοι της άμμου μέσα στην κλεψύδρα. Η Λάουρα καθοδηγεί τα αδέξια χέρια μου πάνω στους κόμπους, για να μου δείξει σε ποια σημεία θα χρειαστεί κάποτε να αντικαταστήσουμε κάποια φθαρμένα νήματα με καινούργια.

Η σχέση μας, αν και φιλική, παρέμενε τυπική μέχρι το περασμένο φθινόπωρο. Εγώ της μιλούσα στον πληθυντικό, παρόλο που εκείνη χρησιμοποιούσε με άνεση τον ενικό. Συχνά τα ακροδάχτυλά μας αγγίζονταν καθώς επιδιορθώναμε τα χαλιά, ενώ είχα εξασκηθεί να ερμηνεύω τις διακυμάνσεις της ανάσας της μες στην ησυχία του υπογείου. Η ακοή μου ήταν πολύ καλύτερη από τη δική της· για χάρη της έκανα αρκετό θόρυβο όταν προχωρούσα στους διαδρόμους –προκαλώντας έτσι τα πειράγματά της για την αδεξιότητά μου.

Και τότε, ένα πρωινό του Οκτώβρη, άκουσα το ποντίκι.

Τα τρωκτικά είναι θανάσιμοι εχθροί μας. Έρχονται σιωπηλά στις παλέτες και ορμάνε σε ότι νήματα βρεθούν μπροστά τους. Η ζημιά που κάνουν είναι τεράστια, γι’ αυτό ο πόλεμος που τους έχουμε κηρύξει είναι ανελέητος. Η Λάουρα, που τα τρέμει σαν την πανούκλα, γεμίζει πιατάκια με ποντικοφάρμακο και τους βάζει κάτω από τους αγωγούς. Εγώ έχω αναλάβει το καθήκον να ξεφορτώνομαι τα κουφάρια όταν τα ανακαλύπτούμε από τη μυρωδιά.

Αυτό το ποντίκι ήταν γεμάτο ζωντάνια. Άκουγα καθώς έτρεχε το κροτάλισμα  των νυχιών του πάνω στο τσιμέντο, μέχρι που σταμάτησε κάτω από ένα έπιπλο. Η Λάουρα βρισκόταν στην άλλη πλευρά της αίθουσας και εξέταζε ένα καινούριο απόκτημα, ένα υφαντό τοίχου από κάποιο ισπανικό γυναικείο μοναστήρι. Το τερατάκι πήγαινε κατευθείαν προς τα εκεί.

Θα μπορούσα να κάνω φασαρία για να το βάλει στα πόδια, αλλά θα ξαναγύριζε τη νύχτα. Έπιασα το ψαλίδι από τον πάγκο. Τέντωσα τ’ αυτιά μου, έτοιμος να συλλάβω και τον παραμικρό θόρυβο. Γλίστρησα σιωπηλά στον κενό χώρο ανάμεσα στις κούτες και όρμησα ξοπίσω απ΄ τον ήχο των ποδιών του σαν αδέξια γάτα.

Η κραυγή που έβγαλα, καθώς χτύπησα τον κρόταφό μου σ’ ένα μπαούλο έκανε τη Λάουρα να τιναχτεί κατατρομαγμένη απ’ τη θέση της.

Ένας κυματιστός πόνος πλημμύρισε το κρανίο μου. Ίσως και να έχασα τις αισθήσεις μου για κάνα-δυο δευτερόλεπτα –κι αμέσως μετά αισθάνθηκα κάτι να σπαρταράει κάτω από το στομάχι μου. Είχα πλακώσει το ποντίκι με το κορμί μου.

Το σκότωσα με το ψαλίδι, αγνοώντας τις ανήσυχες ερωτήσεις της Λάουρας. Ύστερα σηκώθηκα όρθιος, κρατώντας το άψυχο ζωάκι από την ουρά. Μια σταγόνα αίμα κύλησε στο μάγουλό μου.

«Ποντίκι», είπα, τρέμοντας. «Το σκότωσα».

Πάγωσε.

«Πέτα το γρήγορα! Η μυρωδιά μπορεί να τραβήξει κι άλλα!»

«Θα φωνάξω τον επιστάτη να καθαρίσει». Το κεφάλι μου γύριζε. Σωριάστηκα πάνω σ’ ένα κιβώτιο. «Λίγο νερό!».

«Τρόμαξες;»

Αγγίζοντάς με, ένιωσε  το αίμα στο μάγουλό μου και πέρασε αμέσως σε δράση. Πήρε ένα καθαρό κουρέλι από τον πάγκο και πολύ απαλά μου καθάρισε τον κρόταφο. Το αίμα έπηξε πολύ γρήγορα. Αστειεύτηκε, λέγοντάς μου ότι μέχρι και ράμματα θα μπορούσε να μου  κάνει. Είπε επίσης ότι είμαι ανόητος και ύστερα με ευχαρίστησε. Όταν με φίλησε στο μάγουλο, κρατούσα  ακόμα το ψόφιο ποντίκι στην παλάμη μου.

 

***

 

Αρκετές φορές μέσα στις επόμενες μέρες μου γεννήθηκε η αίσθηση πως η Λάουρα προσπαθούσε να καταλήξει σε κάποια απόφαση που με αφορούσε. Όταν δουλεύεις με κάποιον συνέχεια, φτάνεις γρήγορα στο σημείο να διαισθάνεσαι πότε ο συνεργάτης σου σε παρακολουθεί και σε διερευνά εξονυχιστικά. Δεν έδωσα και μεγάλη σημασία. Περίμενα. Αν μη τι άλλο, με τα χαλιά μαθαίνεις τι σημαίνει υπομονή.

Κάποιο πρωινό πήρε την απόφασή της. Πίναμε το τσάι μας –ένα ελαφρύ, αρωματικό darjeeling που μας είχε φτιάξει η γραμματέας του τομέα. Κανονικά, θα μιλούσαμε για τα κουτσομπολιά του έξω κόσμου, για τον καιρό που είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο κρύος. Αυτή τη φορά όμως δεν είχα καλά – καλά προλάβει να πιω δυο-τρεις γουλιές, όταν η Λάουρα ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι της.

«Το σκέφτηκα αρκετά, και αποφάσισα ότι θέλω να σου χαρίσω μια ιστορία. Μόνο που θα πρέπει να τη διαβάσεις μόνος σου. Θα σε βοηθήσω βέβαια κι εγώ… Σε τελική ανάλυση, μια μέρα κάποιος θα πρέπει να με αντικαταστήσει, και θα προτιμούσα αυτός ο κάποιος να είσαι εσύ. Εσύ θα τα φροντίσεις όλα όπως πρέπει».

Συμφώνησα. Κι οι δυο ξέραμε πως είχε δίκιο. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στο γραφείο της, ένα δωμάτιο –στενόμακρο σαν διάδρομο– στο οποίο αποθηκεύαμε  τα άχρηστα έγγραφα. Στον τοίχο, στο βάθος, πάνω σ’ ένα  μεταλλικό πλαίσιο, ήταν κρεμασμένο ένα μισοτελειωμένο χαλί. Η Λάουρα δε με είχε αφήσει άλλη φορά να το εξετάσω.

Εκείνη ίσα που χώραγε να γλιστρήσει στο κενό ανάμεσα στον τοίχο και στο μεταλλικό πλαίσιο. Εγώ δυσκολεύτηκα λίγο παραπάνω κι έκανα ένα ειρωνικό σχόλιο για τη χοντρή μου κοιλιά, αλλά η Λάουρα έμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα.

«Οι ιστορίες πρέπει να αρχίζουν από την αρχή», μουρμούρισε με σοβαρότητα. «Δυστυχώς, απ’ αυτήν εδώ λείπει ένα μεγάλο κομμάτι. Ανακάλυψα αυτό το χαλί σ’ ένα μπαούλο στην αποθήκη, όταν ήμουν ακόμα καινούρια στο μουσείο. Ο προκάτοχός μου δεν είχε και μεγάλο ταλέντο σαν αρχειοθέτης. Αντί να ενημερώνει τον κατάλογό του, προτιμούσε να τριγυρνάει στα βουνά του Κουρδιστάν ψάχνοντας για σπάνια κομμάτια. Τα μόνα που ξέρουμε γι’ αυτό το χαλί είναι μόνο όσα μπορεί αυτό το ίδιο να μας διδάξει. Έλα ν’ αρχίσεις».

Ακούμπησα τους καρπούς μου άκρη - άκρη στο υφάδι, παλάμες και δάχτυλα απλωμένα, έτοιμα για τη στιγμή της πρώτης επαφής. Όταν έγινα ένα με το χαλί, οι κλωστές, μέσα στο κοίλωμα της παλάμης μου άρχισαν το τραγούδι τους, μιλώντας μου.

«Όγδοος αιώνας», είπα. «Εναλλασσόμενοι διπλοί κόμποι. Το μαλλί το καθάρισαν πρώτα με ούρα, και μετά  το έβράσαν με φυτικά εκχυλίσματα. Θα έλεγα πως είναι Κουρδικό. Απ’ αυτά τα ορεινά χωριά που πουλούσαν τα προϊόντα τους  στα καραβάνια. Είναι έτσι;»

«Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατάληξα κι εγώ. Έστειλα αρκετές φορές κλωστές του στο εργαστήριο, μήπως μάθω κάτι παραπάνω. Αυτά τα φυτικά χρώματα είναι τυπικά χρώματα του Κουρδιστάν. Κανένα άλλο στοιχείο. Δεν είναι απογοητευτικό; Αυτό το χαλί κατασκευάστηκε σε ένα από κείνα τα χωριά που ισοπέδωσαν οι ιρακινές βόμβες – εκτός φυσικά κι αν είχε ήδη καταστραφεί εδώ και αιώνες από τους Τούρκους κατακτητές!»

Με ολοφάνερη την προσπάθεια της να ηρεμήσει,  συνέχισε: «Είσαι εξαίρετος μαθητής. Πολύ ωραία. Τώρα, θα ήθελα να ζητήσω από σένα μια πιο δημιουργική προσέγγιση. Αυτό το χαλί κάποιος το ύφανε. Προσπάθησε να μου περιγράψεις αυτό το άτομο».

«Είναι γυναίκα…» Το χέρι της Λάουρας με χάιδεψε απαλά στο μπράτσο. «Αν και δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί το λέω αυτό. Ίσως από τον τρόπο που σφίγγει τους κόμπους,  προσεκτικά, λειτουργικά. Πιστεύω πως αυτό το χαλί το άρχισε ένα μικρό κορίτσι…».

«Και το τελείωσε μια γυναίκα. Σωστά. Απ’ όσα σου δίδαξα, τουλάχιστον κάτι έχει μείνει. Είναι παράξενο, αλλά το μόνο που αφήνουμε πίσω μας είναι ένα νήμα στη ζωή του διαδόχου μας».

«Κι αυτό αν είμαστε τυχεροί», είπα – και το εννοούσα.

«Θα σε οδηγήσω εγώ».

Το μικρό της χέρι, απρόσμενα σταθερό και αποφασιστικό, ακούμπησε πάνω στην χερούκλα μου και την οδήγησε προς την άκρη του χαλιού, εκεί που κρεμόταν μια σειρά από χαλαρές κλωστές.

«Εδώ αρχίζουν όλα: Οι πρώτοι κόμποι της ύφανσης. Ένα παιδί, που δεν έχει  ακόμα μπει στην εφηβεία, που τα χεράκια της είναι ακόμα αρκετά μικρά ώστε να καταφέρνει να δέσει αυτούς τους λεπτότατους κόμπους από αλογότριχα που ορίζουνε τις βασικές γραμμές του σχεδίου. Στην αρχή, δεν μπορεί να δέσει τις τρίχες αρκετά σφιχτά και υπάρχουν ασυμμετρίες. Τις νιώθεις;»

Παρακολουθούσα πάνω στην ύφανση την αφήγησή της με την άκρη του αντίχειρά μου, σαν να διάβαζα βιβλίο. Οι ασυμμετρίες ήταν εξαιρετικά αδιόρατες και αναρωτήθηκα πόσον καιρό άραγε χρειάστηκε αυτή η ιστορία για να βγει στην επιφάνεια.

«Σειρά-σειρά, η υφάντρα βελτιώνεται με την εξάσκηση. Ας κάνουμε ένα άλμα δυο-τριών χρόνων στο μέλλον. Εδώ, ακριβώς κάτω από το δάχτυλό μου – τι σου λέει αυτό;»

«Γίνεται πάλι κάπως ασταθής, αυτό όμως δεν κρατάει πολύ».

«Δεν είσαι κορίτσι. Όταν πρωτοπαρουσιάζεται η περίοδος, στην αρχή αναστατώνεσαι, αλλά μετά το συνηθίζεις. Δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς. Το κοριτσάκι μας, λοιπόν, γίνεται γυναίκα. Νιώθεις τους κόμπους που χρόνο με το χρόνο γίνονται όλο και πιο σφιχτοί, όλο και πιο σταθεροί; Χειμώνας, καλοκαίρι… Απλοί κυματισμοί στην επιφάνεια του σχεδίου. Μέχρις εδώ, δεν έχει συμβεί τίποτα που θα την απομακρύνει από τις αδερφές της, οι οποίες στο ίδιο χωριό, ασχολούνται με το ίδιο ακριβώς πράγμα. Εδώ όμως –» οδήγησε με σιγουριά το χέρι μου «– εδώ έχουμε το πρώτο μας μυστήριο».

Υπήρχαν κι άλλοι κόμποι ανάμεσα στους κανονικούς, ενσωματωμένοι κατά μήκος στο υφάδι σε ομάδες των πέντε, και μάλιστα δεμένοι βαθιά, μέσα απ’ την βασική ύφανση, σαν να ήθελε κάποιος να τους κρύψει. Έτριψα το σημείο αυτό με την παλάμη μου, μπερδεμένος.

«Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Αποκλείεται να έγινε κατά λάθος γιατί έχει μια κανονικότητα, αλλά δεν εξυπηρετεί τίποτα όσον αφορά τη δομή του χαλιού».

«Βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει…»

«Μήπως κάποιο θρησκευτικό σχέδιο, ίσως κάτι σαν mantala, που θα έχει να κάνει με κάποια μυστική αίρεση; Σ’ αυτά τα χωριά περνοδιάβαιναν κάθε λογής ιεροκήρυκες. Ή ίσως πάλι… Α, τι ανόητος, που είμαι, Λάουρα! Μα είναι ακόμα παιδί. Ποια επανάσταση και ποια συνομωσία. Απλούστατα γράφει το όνομά της με τον μοναδικό κώδικα που έχει μάθει».

«Το όνομα το δικό της ή το όνομα του αγαπημένου της. Ακόμα δεν είμαστε σε θέση να βγάλουμε συμπέρασμα. Κοίτα εδώ, όμως. Ξαφνικά, η ύφανση διακόπτεται για πρώτη φορά. Κάποιος έδεσε τις άκρες για να μην ξηλωθεί το σχέδιο, και οι κλωστές του υφαδιού έχουν πατικωθεί. Τι μπορεί να συνέβη σ’ ένα κορίτσι σ’ αυτή την εφηβική ηλικία που να το ανάγκασε να σταματήσει τη δουλειά του;  Ο γάμος. Η μικρούλα μας έχει γίνει γυναίκα με κάθε έννοια της λέξης – και περνάνε κάμποσοι μήνες μέχρι να ξαναγυρίσει στον αργαλειό της.

«Τι τύπος ήταν; Μια νεαρή κοπέλα με αρκετή δύναμη μέσα της ώστε να κρύψει, σκόπιμα, σ’ αυτό το χαλί ένα μικρό κομμάτι από τον εαυτό της. Αναρωτιέμαι μήπως ανακαλύψανε την πράξη της και την παντρέψανε βιαστικά  προτού γίνει περισσότερο ανεξάρτητη».

«Όμως αυτή η υπόθεση δεν στέκει αν το όνομα που γράφει είναι του αγαπημένου της!»

«Αυτή την ιστορία την αφηγούμαι εγώ…» Με τράβηξε λίγο πιο μέσα στις δίπλες του χαλιού και ένιωσα το βάρος των αιώνων πάνω μας. Ακουμπώντας με την πλάτη στον τοίχο και με τα χέρια τεντωμένα μπροστά, ψηλάφιζα τις πολύχρωμες ώρες μιας ζωής που ξετυλιγόταν πάνω στην ανάποδη πλευρά ενός έργου τέχνης.

«Κρατήσου πάνω στα δάχτυλά μου να ψάξουμε μαζί. Μιλάμε για γάμο του όγδοου αιώνα σ’ ένα ορεινό χωριό –πρέπει να βρούμε μια αρμαθιά από μωρά. Να το πρώτο… μια σειρά από σύντομες διακοπές. Η σκυφτή στάση της υφάντρας είναι δύσκολη για μια έγκυο στο τελευταίο στάδιο της κύησης. Μια διακοπή εδώ» –να το πάλι το δέσιμο των κλωστών– «κι ύστερα η δουλειά συνεχίζεται».

Αισθάνθηκα τα δάχτυλά της να σφίγγονται. Σ΄ αυτή  την κατάσταση  υπερευαισθησίας που βρισκόμουν, ένοιωσα ένα  κλικ μέσα μου. Έκανα λίγο πίσω, με το χέρι της Λάουρας να με ακολουθεί υπάκουα. Η εγκυμοσύνη, η υποτιθέμενη γέννα. Λίγο πρόωρη ίσως, αλλά πώς να είμαστε σίγουροι;  Μετά η ύφανση άρχιζε πάλι…

Οι κόμποι. Οι κόμποι ήταν χαλαροί, άψυχοι...

«Έχασε το μωρό», είπα. «Δεν υπάρχει πια!». Δεν μπορούσα να καταλάβω πως είχα καταλήξει σ’ αυτή την βεβαιότητα.

Το χαλί που έκλεινε τον στενό χώρο που βρισκόμαστε έπνιγε τον ήχο της ανάσας της Λάουρας. Κάτω από τα πόδια μας, το δάπεδο τρανταζόταν κάθε φορά που, όλο και πιο συχνά καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, έμπαινε σε λειτουργία το καλοριφέρ του μουσείου.

«Δεν γέννησε άλλο μωρό στα επόμενα δέκα χρόνια… Κοίτα και μόνος σου το υπόλοιπο κομμάτι του χαλιού, αν δε με πιστεύεις. Κάτι δεν πάει πια καλά στον μέχρι τότε δυνατό οργανισμό της, εκτός βέβαια κι αν την παράτησε ο άντρας της. Τα δάχτυλά της έχουν βρει ξανά το ρυθμό τους, όμως εκείνη η ευχάριστη υπερένταση που τα οδηγούσε δεν υπάρχει πια. Οι ειδικοί που τους έδειξα το χαλί λένε ότι δεν έχει πια καμιά ζωντάνια μέσα του. Αυτός είναι ο λόγος που με άφησαν να το κρατήσω, για να χρησιμεύσει υποτίθεται σε συγκριτικές μελέτες. Ουσιαστικά δεν έχει καμιά απολύτως αξία.

«Έχουμε, λοιπόν τώρα, την υφάντρα μας, περίπου είκοσι πέντε χρονών, σε μια εποχή που οι γυναίκες αν ζούσαν γίνονταν γιαγιάδες στα τριάντα τους. Είναι στείρα, ίσως χωρίς σύντροφο. Κατά πάσα πιθανότατα ζει απομονωμένη από το υπόλοιπο χωριό, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Υφαίνει γιατί δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει, και οι κόμποι της έχουν μια μηχανική κανονικότητα. Τι έγινε το ανυπότακτο παιδί που έγραφε το όνομά του ανάμεσα στο υφάδι;»

Τα χέρια της Λάουρας ανέμισαν κι ένιωσα στο πρόσωπό μου τον αέρα που αναδεύτηκε, σαν χάδι πλεγμένο από αράχνες. Ξαναγύρισα στο διάβασμα του χαλιού, νιώθοντας τα ατέλειωτα χρόνια που περνούσαν μονότονα, χωρίς την παραμικρή ασυμμετρία… Ώσπου, να ‘τοι πάλι: οι ίδιοι κόμποι, όπως πριν…  Μια υπογραφή, το ξύπνημα μιας φωνής που ήταν τόσον καιρό θαμμένη κάτω από το βάρος της θλίψης.

Ξεφύτρωναν ακανόνιστα, χωρίς προφανή αιτία. Στην αρχή σε απόσταση ολόκληρων εβδομάδων κατέληγαν τελικά να εμφανίζονται σε καθημερινή βάση. Οι πέντε συνυφασμένοι κόμποι ήταν απόλυτα χαρακτηριστικοί, και τα δάχτυλά μου τους διάβαζαν σαν χαρακτήρες κάποιου άγνωστου αλφαβήτου.

«Αν ξέραμε πώς ονόμαζαν αυτούς τους κόμπους θα ξέραμε τ’ όνομά της», είπα, ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλά μου για να ξεπιαστούν. «Εκείνη την εποχή κάθε πράγμα είχε το όνομα τους , αλλά η γνώση αυτή έχει χαθεί».

«Μ’ έχει απασχολήσει συχνά αυτό το ζήτημα!  Υποθέτω όμως ότι το παρελθόν πρέπει να καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου, αλλιώς θα έχανε το ενδιαφέρον του. Όπως και να ’χει, φτάνουμε στο τέλος του χαλιού και εδώ είναι που τα πράγματα γίνονται στ’ αλήθεια παράξενα. Συνέχισε το διάβασμα…»

Ψηλάφισα με τα δάχτυλά μου ολόκληρη τη μάλλινη σελίδα απ’ άκρη σ’ άκρη: μια φορά στην αρχή, ύστερα ξανά, πιο αργά. Κάπου ανάμεσα σε δυο νήματα, τόσο σφιχτά που με δυσκολία χωρούσε να περάσει ανάμεσά τους το βελονάκι, η αφήγηση άλλαζε τελείως κατεύθυνση και την έχανα. Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένος.

«Δεν καταλαβαίνω…»

«Το ξέρω, ζητάω πάρα πολλά. Μελετάω αυτό το χαλί όλη μου τη ζωή και τα πράγματα άρχισαν να μου αποκαλύπτονται με τόσο αργό ρυθμό που δεν μου κάνει καρδιά να σε αναγκάσω να ακολουθήσεις κι εσύ την ίδια διαδικασία. Είναι ανάγκη όμως να προσπαθήσεις να με πιστέψεις, γιατί είμαι πια πολύ μεγάλη και θα άντεχα το μαρτύριο της αμφισβήτησης ολόκληρης της ζωής μου. Έλα, διάβασε μαζί μου…

«Βλέπουμε εδώ τ’ όνομά της, που επαναλαμβάνεται συνέχεια, σαν ξόρκι, συχνά πλεγμένο με τις ίδιες τις τρίχες των μαλλιών της. Αυτό συνεχίζεται μέχρι που φτάνουμε στο σημείο να πιστέψουμε σχεδόν πως όπου να ’ναι θα πνιγεί μέσα στην ίδια της την απελπισία. Όλο και πιο συχνά βρίσκουμε διακοπές στην ύφανση· παύσεις στη ζωή της. Υποθέτω πως έχει αρχίσει να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από το χωριό της –ότι κάνει μακρινές πορείες στα βουνά, όπως κάνουν πάντα οι γυναίκες  όταν θέλουν να μείνουν μόνες τους. Είναι πια σχεδόν σαραντάρα, κυριευμένη από κείνη την αίσθηση της πικρής ελευθερίας που έρχεται με τα γεράματα. Κανείς δεν ζητά τίποτα απ’ αυτήν…

«Κι εδώ… νιώσε το!»

Αυτή η στενή λωρίδα δεν μοιάζει με κανένα άλλο μέρος του χαλιού. Οι κόμποι της υπογραφής έχουν εξαφανιστεί. Οι κλωστές είναι τεντωμένες με βιασύνη, παρόλο που είναι ευθυγραμμισμένες στην εντέλεια. Δίνουν μια εντύπωση ενέργειας, αγαλλίασης.

«Αν ζούσε στην εποχή μας, θα έλεγα ότι βρήκε εραστή», μουρμούρισε η Λάουρα. «Όμως βρισκόμαστε στο Κουρδιστάν, περισσότερο από χίλια χρόνια στο παρελθόν, και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε άντρας που θα γύριζε να την κοιτάξει δεύτερη φορά. Μια γιαγιά στείρα, μ’ ένα σώμα σίγουρα παραμορφωμένο ύστερα από τόσα χρόνια που είχε περάσει σκυμμένη στον αργαλειό, με μάτια σχεδόν κατεστραμμένα. Κι όμως, βρήκε κάποιον… Κι εδώ βρίσκεται το πραγματικό μυστήριο».

«Ναι…», είπα, γιατί το πνεύμα μου είχε συντονιστεί τώρα με το δικό της, και γιατί φοβόμουν τις συνέπειες αυτού που είχα ανακαλύψει. «…αλλά μετά από λίγο η ύφανση σταματάει απότομα. Επομένως;»

Τα δάχτυλα της Λάουρας οδήγησαν τα δικά μου ξανά στην πίσω πλευρά του χαλιού. Και εκεί βρισκόταν το κλειδί του μυστηρίου…

Ανάμεσα στους κόμπους της υφάντρας μας υπήρχαν κι άλλοι, που πλέκονταν μαζί τους· η ύφανση ήταν ασυνήθιστα σφιχτή, δημιουργώντας ανάγλυφα σχέδια σ’ όλο το μήκος του χαλιού. Πάνω σ’ αυτά τα σχέδια, πλέκονταν άλλοι κόμποι, απ’ όπου ξεκινούσαν άλλες διακλαδώσεις, για να διακλαδωθούν ξανά και να χαθούν μέσα στο αρχικό σχέδιο. Εδώ η γεωμετρία της αφήγησης ήταν τελείως διαφορετική, οι χαρακτήρες σχημάτιζαν έναν ολόκληρο γαλαξία, που οι μεταξωτοί αστερισμοί του μου ήταν παντελώς άγνωστοι.

Ξέρω τα χαρακτηριστικά του είδους μας, και ξέρω από ύφανση. Οι κόμποι και τα νήματα αυτά δεν είχαν βγει από ανθρώπινα χέρια. Εμείς δεν έχουμε τόσα πολλά δάχτυλα, ούτε τις ικανότητες συντονισμού στο χώρο που χρειάζονταν  για να φτιαχτεί αυτό το σχέδιο. Τα νήματα ήταν λεπτότερα κι από τρίχες αλόγου, και οι αντίχειρές μου μόλις που κατάφερναν να τα ακολουθήσουν. Ένιωθα τα αλλεπάλληλα επίπεδα, τις αλλόκοτες λέξεις που αλληλοσυνδέονταν κρύβοντας άλλα επίπεδα που βρίσκονταν ακόμα πιο βαθιά κάτω από την επιφάνεια. Αν θέλαμε να διαβάσουμε το τελικό σχέδιο θα έπρεπε να καταστρέψουμε το χαλί· μια ιεροσυλία που ούτε στο όνειρό μου δεν θα την τολμούσα.

Γύρω απ’ αυτά τα πρωτόγνωρα σχέδια η υφάντρα άφηνε την ευτυχία της να εκραγεί σε πολλαπλές παραλλαγές, ξεκινώντας με τους κόμπους που ήταν το όνομά της. Χαϊδεύοντας το υφάδι, φανταζόμουν  δυο άτομα σκυμμένα πάνω στον ίδιο αργαλειό, με τα χέρια τους και τα μαλλιά τους να μπλέκονται. Πόσο θα ήθελα να ψηλαφίσω τις σκυφτές μορφές τους, να τους γνωρίσω καλύτερα.

«Πώς να ήταν αυτό το ον», αναρωτήθηκα φωναχτά. «Τρομακτικό μέσα στη διαφορετικότητά του, κι όμως εκείνη το άφησε να αγγίξει το χαλί της, και τη ζωή της».

Η Λάουρα αναστέναξε.

«Εμείς θα έπρεπε να μπορούμε να καταλάβουμε. Η εμφάνιση δεν σήμαινε τίποτα πια για κείνη. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η ευγένεια και η καλοσύνη των δαχτύλων του. Τόσα χρόνια προσήλωσης σ’ αυτή τη λεπτοδουλιά, συχνά με πολύ κακό φωτισμό, είχαν καταστρέψει τα μάτια της. Ήταν τυφλή, όπως κι εμείς».

 

***

 

Το τέλος της ιστορίας έπρεπε να το φανταστώ μόνος μου. Το υφάδι σταματούσε απότομα· η τελευταία, μισοτελειωμένη σειρά, κοβόταν απότομα. Διάβαζα απαίσια πράγματα σ’ αυτή την απουσία. Κραυγές, λιθοβολισμούς, μία ή δύο δολοφονίες … Δεν ξέρω πώς έφτασε στα χέρια μας αυτό το χαλί. Ίσως βρέθηκε μέσα σε κάποιον τάφο, μαζί με οστά που πέταξαν χωρίς να προσέξουν τη μορφή τους. Τα πάντα είναι πιθανά, επομένως η αλήθεια είναι απρόσιτη.

Όμως τα λόγια της Λάουρας αντηχούν ακόμα στη μνήμη μου: «Τα έλλογα όντα σπανίως ταξιδεύουν μόνα τους. Αυτός δεν ήταν μοναχικός εξερευνητής. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι δεν έχουν κάνει άλλη προσπάθεια να επικοινωνήσουν μαζί μας».

«Ίσως εμφανιστεί ξανά κάποιο άλλο χαλί που να λέει μια ιστορία παρόμοια μ’ αυτή που διαβάσαμε. Μαζί, θα ξεδιαλύνουμε τη γλώσσα των νημάτων, κι ύστερα θα τη διδάξουμε στους τυχερούς που είναι σαν κι εμάς. Θα τους μάθουμε να διαβάζουν την ύφανση, έτσι ώστε να μπορούν να μεταδώσουν αυτή τη γνώση στους απογόνους τους».

«Αν πετύχουμε, στην επόμενη επαφή η εξωτερική εμφάνιση δεν θα παίξει κανέναν απολύτως ρόλο».

 

ΤΕΛΟΣ

 
 

first published in galaxies n° 4, avril 1997 as “déchiffrer la trame”
“prix de l’ imaginaire 1998” and “prix rosny 1998”
© jean-claude dunyach and editions l’ atalante (1997)
j. c. dunyach / unravelling the thread /