Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΔΡΑΚΩΝ

 

Βερνάρδου Πόπη

 

Σε μια μακρινή πολιτεία, στην περιοχή του θρύλου χαμένη, ζούσε κάποτε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Βιβιάνα. Οι γονείς της είχαν ένα διόροφο, άνετο σπίτι και το ευρύχωρο δωμάτιο της Βιβιάνας ήταν γεμάτο παιχνίδια, κούκλες, κάστρα και ιππότες· κι αυτή έπαιζε μόνη γιατί δεν είχε αδέλφια.

Πλημμύριζε από ευτυχία όταν κάποια πρωινά σηκωνόταν πολύ νωρίς κι έτρεχε στη σοφίτα, όπου βρίσκονταν κάποια από τα παιχνίδια της, και κάρφωνε τα μελιά, ονειροπόλα μάτια της στο γαλάζιο κομμάτι τ’ ουρανού που διαγραφόταν απ’ το ανοιχτό παράθυρο, ρουφώντας τον καθαρό αέρα και ριγώντας απ’ τη δροσιά που διαπερνούσε το κορμάκι της.

Ήταν ευτυχισμένη και ήθελε να πετάξει ψηλά και να δει αυτά που μπορούσε να δει ο αετός κι ακόμα περισσότερα και να νιώσει τα καστανά στιλπνά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν χαϊδεύοντας το λευκό της πρόσωπο. Όσο, όμως, κι αν συγκεντρωνόταν σ’ αυτή την επιθυμία της, όσο κι αν έπειθε τον εαυτό της πως μπορούσε να πετάξει, τα πόδια της δεν ξεκολλούσαν ποτέ απ’ το έδαφος. Κι ύστερα η απογοήτευση πλημμύριζε το νου της και σκεφτόταν πως ίσως δεν υπήρχε τρόπος να πραγματοποιήσει τη θέλησή της. Και τυλιγόταν σφιχτά στην κουβέρτα της και την έπαιρνε γλυκά ο ύπνος ανάμεσα στις κούκλες της, μέχρι να νιώσει τις ζεστές ακτίνες του ήλιου να τη χαϊδεύουν.

Αναρωτιόταν από πού είχε έρθει, τι υπήρχε πέρα απ’ τον κόσμο που έβλεπε και ποια ήταν η τύχη όσων έφευγαν από τούτο τον κόσμο. Και πίστευε πως μόνο αυτή σκεφτόταν τέτοια πράγματα και καλά θα έκανε να τα κρατήσει για τον εαυτό της. Παρατηρούσε τα χέρια και τα πόδια της, ψηλάφιζε το κεφάλι, το λαιμό και τα μαλλιά της και μάταια προσπαθούσε να βρει σε ποιο σημείο ήταν αυτή. Καταλάβαινε πως η ίδια δεν ήταν κάποιο μέρος του σώματός της, αλλά δεν ήξερε ποια ή τι ήταν. Και πάντα κατέληγε, χωρίς απόλυτη σιγουριά, ότι η ουσία της ύπαρξής της κρυβόταν πίσω απ’ τα μελένια μάτια της.

Υπήρχαν κάποιες φορές που έπαιζε στο δρόμο με τα παιδιά της ηλικίας της, μα κάτι την εμπόδιζε να ’ναι ξένοιαστη και χαρούμενη. Ήταν συνεσταλμένη κι όταν την αδικούσαν στο παιχνίδι δεν τολμούσε να διαμαρτυρηθεί, λες κι ένα αόρατο εμπόδιο ορθωνόταν μπροστά της. Προσπαθούσε να είναι υπερβολικά ευγενική με όλους και συχνά τη βασάνιζε η ενοχλητική σκέψη ότι είχε κάνει κάτι κακό, κάτι που δεν έπρεπε.

Η Βιβιάνα φοβόταν. Φοβόταν τα παιδιά και τους μεγάλους και τα πράγματα που παραμόνευαν στο σκοτάδι και που ποτέ δεν μπορούσε να δει. Φοβόταν τους εφιάλτες με τους δράκους που την επισκέπτονταν τη νύχτα στο κρεβάτι της. Φοβόταν τους σκύλους και τις αράχνες. Φοβόταν τη σιγαλιά και τους πνιχτούς, ανεξιχνίαστους νυχτερινούς θορύβους. Φοβόταν μήπως στενοχωρήσει τους γονείς της. Φοβόταν να μιλήσει μήπως την κοροϊδέψουν γι αυτά που θα ’λεγε. Φοβόταν τις παράξενες σκιές και τις ιστορίες με φαντάσματα.

Μα δε μιλούσε σε κανέναν για τους φόβους της, γιατί μπορεί να γέλαγαν μαζί της. Όπως γέλασαν τότε που είπε πως οι κούκλες της ήταν ζωντανές και μιλούσαν μεταξύ τους, όταν όλοι έφευγαν απ’ το δωμάτιο. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να τις τσακώσει την ώρα που ζωντάνευαν, μα αυτές ήταν πολύ προσεκτικές και πάντα την κοιτούσαν ακίνητες με τα μεγάλα αθώα μάτια τους. Γιατί, όμως, να την κοροϊδέψουν οι μεγάλοι; Πώς μπορούσαν να είναι σίγουροι για το τι έκαναν οι κούκλες, αφού κανείς δεν ήταν εκεί για να δει;

Κι ύστερα υπήρχε και το στοιχειωμένο δάσος, που απλωνόταν πέρα απ’ την άκρη της πόλης. Παρόλο που το φοβόταν, το δάσος ασκούσε μια παράξενη έλξη πάνω της. Είχε ακούσει τρομακτικές ιστορίες γι αυτό· ιστορίες που θα φόβιζαν και τον πιο δυνατό άντρα· ιστορίες που έκαναν τη μικρή ν’ ανατριχιάζει, μα και να λαχταρά να γνωρίσει τη μαγεία του. Την προσέλκυε το μυστήριο και η σκοτεινιά του κι ήταν πολλές φορές που έπλαθε σενάρια σχετικά με την είσοδό της και τις περιπέτειές της μέσα σ’ αυτό. Ω, στις ιστορίες της ήταν τόσο γενναία, δάμαζε τα πιο άγρια θηρία και κατατρόπωνε μ’ ένα βλέμμα τους πιο σκληροτράχηλους ληστές. Κι ύστερα δάκρυζε και την κατάτρωγε μια φλόγα μέσα της και μια φωνή τής ψιθύριζε ασταμάτητα πως είναι πολύ δειλή για να πραγματοποιήσει ποτέ αυτές τις φαντασίες της.

Κι έφτιαχνε ιστορίες με τους φόβους και τις επιθυμίες της κι έβαζε τις κούκλες της να πρωταγωνιστούν σ’ αυτές. Ήταν ιστορίες με πριγκίπισσες και δράκους, μαγεμένα βασιλόπουλα και νεράιδες. Ιστορίες γεμάτες περιπέτεια και δράση, σαν αυτές που ονειρευόταν να ζήσει η δημιουργός τους. Οι κούκλες ζούσαν τη ζωή που θα ’θελε να έχει η Βιβιάνα. Καθρέφτιζαν τους πόθους και τις λαχτάρες της που σε κανέναν δεν τολμούσε να εξομολογηθεί.


Και η Βιβιάνα μεγάλωνε και κάποτε σταμάτησε να παίζει με τις κούκλες, γιατί οι άλλοι είπαν πως η ηλικία της ήταν τώρα για άλλα πράγματα. Καμιά φορά, όμως, έπαιρνε κρυφά στο κρεβάτι την αγαπημένη της κούκλα με το ροδαλό προσωπάκι και την κοίμιζε στην αγκαλιά της, με τα ξανθά της μαλλιά να της γαργαλάνε τα μάγουλα. Και ήταν φορές που έπνιγε τους λυγμούς της στα λινά σεντόνια, με το φόβο μήπως την ακούσουν και τη ρωτήσουν τι της συνέβαινε. Γιατί η Βιβιάνα ήξερε πως δεν έπρεπε να κλαίει μπροστά σε άλλους, πως έπρεπε να καταπνίγει τη θλίψη της, πως ήταν πολύ ενοχλητικό να προσπαθούν να σε παρηγορήσουν με λόγια που αναζητούσαν με περιέργεια την αιτία της θλίψης.

Εξακολουθούσε να κάνει παρέα με τους παιδικούς της φίλους, μα ποτέ δεν τολμούσε ν’ ανοίξει την καρδιά της σε κανέναν. Ήθελε να πετάξει, ν’ ανέβει μέχρι τ’ άστρα. Ήθελε να ξεκινήσει για μια μεγάλη περιπέτεια, να ζήσει έντονα με τρόπο που να δικαιώνει την ύπαρξή της· αλλά μόνη της πώς θα τα κατάφερνε; Και σε ποιον να το έλεγε δίχως να προκαλέσει γέλια;

Οι γονείς της τη λάτρευαν και παινεύονταν γι αυτήν, επειδή συνέχεια διάβαζε και τα βιβλία είχαν γίνει οι αχώριστοι σύντροφοί της. Οι δάσκαλοί της έλεγαν πως δε χρειαζόταν να διαβάζει τόσο πολύ, πως τα μαθήματα του σχολείου ήταν αρκετά. Μα η Βιβιάνα ρουφούσε το ένα βιβλίο μετά το άλλο και χανόταν και χαιρόταν και μπερδευόταν. Έβρισκε κομμάτια που μιλούσαν γι αυτά που έψαχνε, μα κανένα δεν ήταν ολοκληρωμένο, ενώ άλλα ήταν έτσι γραμμένα που ήταν φανερό ότι ο συγγραφέας τους προσπαθούσε να δείξει πως γνώριζε πράγματα, για τα οποία στην πραγματικότητα είχε πλήρη άγνοια.


Κι ενώ μια μέρα μελετούσε στον κήπο, κάτω απ’ την ευεργετική σκιά μιας μηλιάς, ένας παράξενος άνθρωπος σταμάτησε στο δρόμο και την κοίταξε επίμονα. Η Βιβιάνα φοβήθηκε κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί για να χωθεί στην ασφάλεια του σπιτιού της. Μα εκείνος έκανε μια καθησυχαστική κίνηση και την πρόλαβε:

“Θέλεις, Βιβιάνα, να βρεις αυτό που ψάχνεις; Θέλεις να νικήσεις όλα αυτά που σε φοβίζουν; Πήγαινε στο δάσος.”

Η Βιβιάνα τον κοίταξε φοβισμένη κι ύστερα τόλμησε ν’ απαντήσει:

“Είναι επικίνδυνα στο δάσος. Λένε πως είναι στοιχειωμένο και πως πολλοί χάθηκαν μέσα του. Υπάρχουν φοβερά και αχόρταγα πλάσματα εκεί και το πιο πιθανό είναι να με καταβροχθίσουν.”

Ο άνθρωπος γέλασε καλόκαρδα: “Βιβιάνα, τα τρομερά πλάσματα του δάσους είναι φτιαγμένα από τη μαγική σκόνη των ονείρων των ανθρώπων. Δεν μπορούν να σε βλάψουν περισσότερο από τις κούκλες και τα παιχνίδια που σκαρώνεις μαζί τους. Στην πραγματικότητα οι δράκοι είναι τόσο άκακοι όσο και οι μικρές σαύρες που τρέχουν τρομαγμένες να χωθούν στ’ ανοίγματα των βράχων. Μα οι φόβοι των ανθρώπων τους έκαναν πανίσχυρα τέρατα που καίνε ολόκληρες εκτάσεις με μιαν ανάσα τους. Ίσως και να μη θέλουν να κάνουν κάτι τέτοιο, όμως, καταλαβαίνεις, είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν, γιατί έτσι το θέλησαν οι άνθρωποι.”

Η Βιβιάνα πήγε να διαμαρτυρηθεί, μα ο άγνωστος χάθηκε απ’ τα μάτια της. Διαλύθηκε γοργά μέσα σ’ ένα γαλάζιο σύννεφο. Τσίμπησε το μπράτσο της για να ξυπνήσει, γιατί έτσι είχε διαβάσει πως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Φυσικά, αυτό ήταν μεγάλη ανοησία. Ούτως ή άλλως ήξερε ότι δεν κοιμόταν.


Κι από κείνη την ημέρα η Βιβιάνα βασανιζόταν με την ιδέα του σκοτεινού δάσους. Άρχισε να κάνει κάποιες ερωτήσεις σχετικά μ’ αυτό, μα όλα όσα της είπαν ήταν αποτρεπτικά. Όταν, όμως, προσπαθούσε να μάθει από πού γνώριζαν τις τρομερές ιστορίες εκείνοι που τις διηγούνταν, η απάντηση ήταν αρκετά αόριστη. Κανείς δε φαινόταν να έχει άμεση γνώση των τρομερών κινδύνων. Όλοι τούς είχαν μάθει από άλλους που τους είχαν ακούσει και πάει λέγοντας. Το μόνο που επαναλαμβανόταν σταθερά ήταν πως το δάσος ήταν επικίνδυνο, γιατί ακόμα και τα μικρά παιδιά ήξεραν πως ήταν επικίνδυνο. Δεν τον βρήκε πολύ γερό αυτόν το συλλογισμό. Μα τούτη η σκέψη δε μείωσε το φόβο της.

Και μια νύχτα συνέβη κάτι που έδωσε στη Βιβιάνα το θάρρος και τη δύναμη για τη μεγάλη απόφαση. Ονειρεύτηκε το στοιχειωμένο δάσος πλημμυρισμένο από μιαν ομίχλη που σκέπαζε τα φυλλώματα και τόνιζε τα περιγράμματα. Και μέσα από τη λευκή αχλή μαύρα μάτια έλαμπαν και λυγερές σιλουέτες γλιστρούσαν. Και τα μαύρα μάτια βγήκαν απ’ τη σκιά και η Βιβιάνα είδε πως ανήκαν σ’ έναν πελώριο, επιβλητικό δράκο. Κι εκείνος προχώρησε με θόρυβο και πλησίασε μιαν αντιλόπη που είχε καθηλωθεί απ’ τον τρόμο της. Την κοίταξε ίσια στα μάτια και πριν αυτή προλάβει να στριγκλίσει την καταβρόχθισε.

Η Βιβιάνα ξύπνησε αναστατωμένη και τρομαγμένη. Ανακάθισε και προσπάθησε να διώξει το φόβο της, μιας κι όλα ήταν ένα όνειρο. Και τότε μια εικόνα παιχνίδισε μπροστά στα μάτια της και την έκανε να πνίξει μια κραυγή θριάμβου. Γιατί αυτό που εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ήταν κάτι για το οποίο άξιζε να ξεσηκώσει το σπίτι απ’ τις φωνές της. Η Βιβιάνα είχε καταλάβει πως, αν ο δράκος έφαγε την αντιλόπη, αυτό συνέβη γιατί ο τρόμος την καθήλωσε στη θέση της. Αν η αντιλόπη είχε χρησιμοποιήσει την ταχύτητα της, ο δράκος δε θα την έφτανε ποτέ. Κι αυτό για τη μικρή Βιβιάνα σήμαινε πως ο κίνδυνος υπάρχει μόνον όταν φοβόμαστε πως κάτι μπορεί να μας συμβεί. Αυτή φοβόταν τόσα πολλά πράγματα. Άρα μπορούσε να πάθει τόσα πολλά πράγματα.

Εκείνο το βράδυ η Βιβιάνα αποφάσισε να βρει έναν τρόπο να πάψει να φοβάται. Θα έμπαινε στο δάσος και θ’ αποδείκνυε πως μπορούσε να βγει ζωντανή απ’ αυτό. Σκέφτηκε πως τουλάχιστον έτσι θ’ αποκτούσε μεγαλύτερη εκτίμηση και σιγουριά για τον εαυτό της. Βέβαια χρειαζόταν μεγάλο θάρρος για να πραγματοποιήσει κάτι τέτοιο. Μα μια ζωή γεμάτη φόβο δεν ήταν αυτό που θα ’θελε και στο κάτω κάτω, αν συνέχιζε έτσι, η μοίρα της θα ήταν παρόμοια με κείνη της ονειρικής αντιλόπης.

Η επομένη ήταν Κυριακή και η Βιβιάνα προφασίστηκε πως θα πήγαινε να συναντήσει μια φίλη της. Αντί γι αυτό τράβηξε ίσια για το μεγάλο δάσος. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, μα ο ήλιος που τρύπωνε μέσα από τα φυλλώματα της έδινε κουράγιο. Έσφιξε στην αγκαλιά της την αγαπημένη της κούκλα και προχώρησε. Χάρηκε σαν είδε μικρά σκιουράκια να παίζουν ανέμελα στα δέντρα κι εντυπωσιάστηκε μ’ ένα ελαφάκι που πέρασε τρέχοντας από μπροστά της.

Τότε αντίκρισε μια μικρή λίμνη. Πήρε θάρρος και πλησίασε. Ακούγοντας ένα θρόισμα κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο κι αυτό που είδε της έκοψε την ανάσα και την έκανε να νιώσει βεβαιότητα ότι η απόφασή της να ’ρθει εδώ ήταν σωστή. Γιατί είδε δύο κατάλευκους μονόκερους να περνούν περήφανα από μπροστά της με τις μακριές τους χαίτες ν’ ανεμίζουν. Σταμάτησαν δίπλα στη λίμνη κι έσκυψαν να πιουν νερό. Η Βιβιάνα βγήκε από την κρυψώνα της και τους πλησίασε με λαχτάρα και θαυμασμό. Σήκωσαν τα πανέμορφα κεφάλια τους και την περιεργάστηκαν. Η μικρή είχε μαρμαρώσει από την έκσταση και δεν κουνήθηκε, μέχρι που αυτοί έκαναν στροφή και κάλπασαν μέσα στα παχιά φυλλώματα, την ώρα που ένα κρυμμένο αηδόνι άρχιζε μιαν ατέλειωτη συζήτηση με τον απαλό άνεμο.

Η Βιβιάνα συνέχισε την πορεία της, αλλά σε λίγο άρχισε πραγματικά ν’ ανησυχεί μήπως χάσει το δρόμο και δεν μπορέσει ποτέ να γυρίσει στο σπίτι της. Ο φόβος πλημμύρισε την καρδιά της και την έκανε ν’ αρχίσει να τρέχει, αναζητώντας με λαχτάρα την έξοδο του δάσους. Μετά από πολλή ώρα κατάλαβε ότι είχε χαθεί. Κάθισε πάνω στο δροσερό χορτάρι και ξέσπασε σε λυγμούς. Ήταν σίγουρη πως κάτι κακό θα της συνέβαινε, αν δεν κατάφερνε να βρει το δρόμο για το σπίτι της. Δεν ήθελε να πεθάνει μονάχη κι αβοήθητη. Συλλογίστηκε τη μαμά της που θα τρελαινόταν από ανησυχία αν δεν γύριζε πριν δύσει ο ήλιος κι ύστερα έκανε τη σκέψη πως ίσως της άξιζε να πεθάνει μόνη εδώ, αφού ποτέ στη ζωή της δε θα τολμούσε να μιλήσει στους άλλους, να πει αυτά που πραγματικά ήθελε.

Σταμάτησε να κλαίει και σύρθηκε κάτω από ένα δέντρο, αδύναμη και μην έχοντας κουράγιο να προσπαθήσει. Μια σκέψη γλύκανε το νου της. Ίσως όταν καταλάβαιναν πως χάθηκε να την αναζητούσαν παντού και να έμπαιναν και στο δάσος. Κι αν την έτρωγαν τα άγρια θηρία πριν την ανακαλύψουν; Ήταν πολύ περίεργο, μα αυτή η ιδέα δεν την ανησυχούσε ιδιαίτερα. Προσπάθησε να τρομάξει, μα δεν τα κατάφερε. Κατάλαβε πως αυτό που πραγματικά φοβόταν ήταν να μη χαθεί. Τα θηρία δεν τα φοβόταν πια καθόλου.

Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να σκέφτεται το σπίτι της και τη μαμά της και τα παιχνίδια της. Οι ξανθές μπουκλίτσες της κούκλας τής χάιδευαν το λαιμό. Είχε βυθιστεί σε κείνη τη γλυκιά έκσταση λίγο πριν τον ύπνο, όταν ένας ξερός κρότος την έκανε να πεταχτεί. Μπροστά της, σε μια μικρή απόσταση, ένας τεράστιος δράκος την κοίταζε με τα μαύρα του μάτια. Η Βιβιάνα παρέλυσε, μα αμέσως θυμήθηκε τ’ όνειρο με την αντιλόπη. Η αντιλόπη είχε φοβηθεί πολύ και μετά είχε γίνει γεύμα για το δράκο του ονείρου. Κι ύστερα δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι οι δράκοι τρώνε κοριτσάκια. Δεν το είχε δει ποτέ να συμβαίνει. Μόνο στα παραμύθια που της έλεγε η γιαγιά της γινόταν αυτό. Αλλά μήπως η γιαγιά τα ήξερε όλα; Σάμπως αυτή δεν ήταν που της έλεγε να μην τρώει τα νύχια της γιατί είναι γρουσουζιά και θα πεθάνει η μαμά της αν συνεχίσει αυτή την κακή συνήθεια; Η Βιβιάνα δε σταμάτησε να τρώει τα νύχια της, αλλά η μαμά της ζούσε και ήταν μια χαρά. Μόνο η γιαγιά είχε πεθάνει, αλλά η πείρα τής είχε δείξει ότι οι γέροι αργά ή γρήγορα πεθαίνουν.

Μα τούτη τη στιγμή είχε ένα σοβαρό πρόβλημα που έπρεπε να λύσει. Τι θα γινόταν μ’ αυτόν τον πελώριο, φολιδωτό δράκο; Δεν μπορούσε να το βάλει στα πόδια, θα του έδειχνε, λοιπόν, ότι δεν τον φοβόταν. Τον κοίταξε κι αυτή στα μάτια, δίχως να κουνηθεί απ’ τη θέση της. Στην αρχή δεν κατάφερνε να το κάνει χωρίς κάποια ταραχή, μα σιγά σιγά ηρέμησε, σίγουρη πως είχε βρει την απάντηση στο πρόβλημά της. Ο δράκος δεν έφυγε, αλλά κάθισε κάτω χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της.

Η Βιβιάνα υπολόγισε πως θα πρέπει να πέρασε πολλή ώρα σ’ αυτή τη στάση. Άρχισε να σκέφτεται ότι το θηρίο ήταν απλώς ένα από τα παιχνίδια της, απλώς λίγο πιο μεγάλο από εκείνα που είχε συνηθίσει. Ο μυστηριώδης ξένος είχε πει ότι οι δράκοι είναι δημιουργήματα των ανθρώπων. Αν, λοιπόν, ήταν οι φόβοι των ανθρώπων που δημιούργησαν τους δράκους, δε θα μπορούσαν οι ελπίδες των ανθρώπων ν’ αλλάξουν το παιχνίδι και να κάνουν τους δράκους πιο ήρεμους; Άλλωστε αυτή κι αν είχε πείρα από παιχνίδια! Οι κούκλες της εκπλήρωναν πάντα τις προσταγές της. Γιατί όχι και τούτος ο πελώριος δράκος; Στο κάτω κάτω ήταν πελώριος σε σχέση με το σώμα της, αλλά η ίδια πόσο πελώρια ήταν άραγε;

Είχε ηρεμήσει πια τελείως και ήξερε πως ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού. Και τότε ξέσπασε σε δυνατά γέλια και ο δράκος απόρησε μ’ αυτό το παράξενο πλάσμα που κυκλοφορούσε μονάχο του στο δάσος δίχως να τον φοβάται. Και η Βιβιάνα σηκώθηκε και πλησίασε τον τρομερό δράκο τόσο σίγουρη ήταν για την υπεροχή της. Κι αυτός έκανε κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ για κανένα ζωντανό πλάσμα· υποκλίθηκε στη μικρή κυρία και μετά χάθηκε στα πυκνά φυλλώματα. Και η Βιβιάνα, πραγματική θριαμβεύτρια, ξάπλωσε και σχεδόν αμέσως κοιμήθηκε. Τώρα πια δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.


Σαν ξύπνησε δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Βρισκόταν στην άκρη του δάσους, σε μικρή απόσταση απ’ την πόλη της, και μπροστά της, προς τη μεριά των δέντρων, στέκονταν τρεις πελώριοι δράκοι και την κοίταζαν ήρεμα. Κατάλαβε ότι αυτοί την είχαν μεταφέρει και αισθάνθηκε πως δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Τους πλησίασε με θάρρος και άπλωσε το χέρι στο κεφάλι του πρώτου. Ένιωσε το σκληρό, στιλπνό δέρμα και μέσα απ’ το χέρι της διοχετεύτηκαν στην καρδιά της κύματα στοργής και σεβασμού απ’ την καρδιά του δράκου. Συγκινημένη χάιδεψε και τ’ άλλα δύο θηρία, που της έδειξαν την ίδια συμπάθεια.

Και η Βιβιάνα κάθισε ανάμεσά τους και άρχισε να τους διηγείται ένα παραμύθι, απ’ αυτά που τόσο συχνά έπλεκε μες στο μυαλό της. Και οι λέξεις μεταφέρονταν στ’ αυτιά των δράκων και τα ηχητικά κύματα μετατρέπονταν στα αισθήματα που κουβαλούσαν και οι δράκοι ένιωσαν τι τους έλεγε η μικρή και ποια ήταν η πρόθεσή της. Κι εκείνοι ένιωσαν πως αυτή που είχε τη δύναμη να δημιουργεί ιστορίες και να χτίζει κόσμους θα ’πρεπε να γίνει βασίλισσά τους, γιατί, μόλο που δεν ήταν ανθρώπινα πλάσματα, καταλάβαιναν πως τα είχαν δημιουργήσει άτομα με τη φαντασία και τη δύναμη της Βιβιάνας. Έτσι αποφάσισαν να τη σέβονται και να την προσέχουν σαν τον αντιπρόσωπο όλων αυτών που κάνουν τ’ αστέρια να λάμπουν με τόση ένταση στον ουρανό, τη γη να χορεύει σ’ έναν αέναο ρυθμό, τους δράκους να σκορπούν τη φλογερή ανάσα τους στο άπειρο, τους μονόκερους να τινάζουν την υπέροχη χαίτη τους στο ρυθμό του τραγουδιού των σειρήνων και τις νεράιδες να καθησυχάζουν και να νανουρίζουν τα μωρά όταν οι λάμιες τα τρομάζουν.

Ο μεγαλύτερος δράκος πλησίασε απαλά τη Βιβιάνα, την ανέβασε στη ράχη του κι άρχισε να πετάει πάνω απ’ το δάσος, πάνω απ’ την πόλη, πάνω απ’ το ποτάμι. Και η Βιβιάνα είδε πόλεις και χωριά, δάση και θάλασσες, μέχρι που ο δράκος την ανέβασε ψηλότερα στα πυκνά σύννεφα κι αυτή έπιανε μ’ ενθουσιασμό τις μπαμπακένιες τούφες και την κατέλαβε αγαλλίαση σαν άκουσε τον ήχο του κεραυνού. Ο δράκος ένιωθε τη χαρά και τις επιθυμίες της και πέρασε μαζί της δίπλα από τις αστραπές και πάνω από τους κεραυνούς. Και το κορμάκι της συνταράχτηκε απ’ τα μπουμπουνητά και η ευτυχία πλημμύρισε το παράξενο κορίτσι, όταν είδε τη γέννηση της καταιγίδας. Κι ύστερα τα σύννεφα τέλειωσαν και η πτήση συνεχίστηκε στο βαθυγάλαζο ουρανό.

Και η Βιβιάνα πέταξε με το δράκο μέχρι που τα πρώτα φώτα της πόλης της έλαμψαν μέσα στο μαβί δειλινό κι ύστερα έτρεξε για το σπίτι της, με την υπόσχεση να επιστρέψει.

Και γύριζε και ξαναγύριζε στους δράκους της, μάθαινε κοντά τους και οι δράκοι ρούφαγαν με θαυμασμό τις ιστορίες της.

Κι έτσι ο καιρός κυλούσε και η κυρά των δράκων ανακάλυψε ότι δε φοβόταν πια. Δε φοβόταν τα παιδιά και τους μεγάλους και τα πράγματα που παραμόνευαν στο σκοτάδι και που ποτέ δεν μπορούσε να δει. Δε φοβόταν τα όνειρα με τους δράκους που την επισκέπτονταν τη νύχτα στο κρεβάτι της. Δε φοβόταν τους σκύλους και τις αράχνες. Δε φοβόταν τη σιγαλιά και τους πνιχτούς, ανεξιχνίαστους νυχτερινούς θορύβους. Δε φοβόταν μήπως στενοχωρήσει τους γονείς της. Δε φοβόταν να μιλήσει μήπως την κοροϊδέψουν γι αυτά που θα ’λεγε. Δε φοβόταν τις παράξενες σκιές και τις ιστορίες με φαντάσματα.