Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ

 

Βερνάρδου Πόπη

 

Ι

Ήταν ένα από τα καλοκαίρια που πέρασα στην Τέρρια, το τελευταίο. Μετά τίποτα δεν ήταν όπως πριν, ζω καθημερινά τον έσχατο τρόμο, αυτόν που γνώρισα όταν γλίστρησα στα απύθμενα βάθη και πλανήθηκα στο ακατάληπτο χάος.


Αγαπούσα την Τέρρια· είχε μιαν ατμόσφαιρα μυστηριώδη, μοναδική. Δεν ήταν σαν εκείνους τους γαλήνιους τόπους διακοπών, που απλώνονταν σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων μακριά της. Νόμιζες ότι ο Θεός είχε κάνει κάποιο αστείο τοποθετώντας τούτο το μέρος σ’ ένα τελείως ανόμοιο περιβάλλον, ξεκομμένο από το γύρω κόσμο, με ολότελα δικούς του ρυθμούς, ανέγγιχτο απ’ το χρόνο.

Η Τέρρια απλωνόταν κατά μήκος μιας απόκρημνης βραχώδους ακτής που κάλυπτε περίπου δύο χιλιόμετρα. Μικροί βράχοι ξεπηδούσαν στην παραλία, μυτεροί και απειλητικοί, σημαδεύοντας τον ουρανό. Τα κύματα, ποτέ ιδιαίτερα μεγάλα, χτυπούσαν την ακτή μ’ έναν υπόκωφο παφλασμό και το νερό άφριζε καθώς έμπαινε με ορμή στα βαθουλώματα της γκρίζας πέτρας.

Αυτός ο τόπος ένιωθες πως ήταν τόπος δύναμης, ένιωθες τη γη να δονείται μ’ ένα παράξενο ρυθμό κάτω απ’ τα πόδια σου. Βέβαια, ήταν περίεργο το ότι δεν έβλεπες πουθενά ούτε μια παλιά εκκλησία, ένα ιερό, ένα παρεκκλήσι, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, όπως υπάρχει και στο πιο μικρό χωριουδάκι. Είχα ρωτήσει γι αυτό μερικούς ντόπιους, αλλά όλοι απαντούσαν απρόθυμα, με μισόλογα, έλεγαν πως δεν υπάρχει ανάγκη, αν χρειαστεί πηγαίνουν στις εκκλησίες των γύρω πόλεων και χωριών. Και καμιά φορά σκεφτόμουν ότι δεν είχε τύχει ποτέ να πεθάνει κάποιος όταν ήμουν εγώ εκεί, ούτε έτυχε να παντρευτεί κανείς. Αλλά μήπως αυτό με αφορούσε;

Οι κάτοικοι που είχαν απομείνει στον τόπο αυτό λες και είχαν επηρεαστεί από τη φύση του, λες και ανήκαν σ’ ένα διαφορετικό λαό απ’ τους κατοίκους της ίδιας επαρχίας. Ήσαν σιωπηλοί, δεν έκαναν φιλίες με ξένους, απόφευγαν να πηγαίνουν στις γειτονικές πόλεις και φρόντιζαν να είναι κατά το δυνατόν αυτάρκεις, στηριζόμενοι σε μια σχεδόν πρωτόγονη κοινωνία ανταλλαγής. Η μόνη ξένη εκεί ήμουν εγώ και οι παράξενοι, κλειστοί, κατηφείς κάτοικοι με αντιμετώπιζαν με δυσπιστία. Μερικές φορές με είχαν ρωτήσει, με εχθρικό μάλλον τόνο, τι δουλειά είχα στα μέρη τους, τι ήταν αυτό που με τραβούσε στον καταραμένο εκείνο τόπο. Απαντούσα πως δεν καταλάβαινα γιατί πρέπει να είναι καταραμένο ένα μέρος με απόκοσμη, αλλόκοτη ομορφιά, με καθαρή κρυστάλλινη θάλασσα.

Τα λιγοστά σπίτια της περιοχής απλώνονταν αραιά, σε απόσταση το ένα απ’ τ’ άλλο κι έμοιαζαν σα να είχαν ξεπηδήσει από την άγονη γη, σα να της ανήκαν. Ήσαν σκυθρωπά, μελαγχολικά, μερικά είχαν όψη τρομακτική. Λες και με την πάροδο των χρόνων είχαν εναρμονιστεί με τα συναισθήματα και τις σκέψεις εκείνων που τα κατοικούσαν και είχαν αποκτήσει στοιχεία της προσωπικότητας των ενοίκων τους, όπως συμβαίνει στους συζύγους που μετά από πολλά χρόνια γάμου μπορείς ν’ αντικρίσεις τον ένα στα μάτια του άλλου.

Έμενα σ’ ένα παλιό διώροφο σπίτι, που νοίκιαζα για δυο μήνες κάθε καλοκαίρι. Μπροστά είχε ένα μικρό κήπο με λίγα λουλούδια· πίσω υπήρχε μια αποθήκη γεμάτη με πελώρια πιθάρια, όπου σε παλαιότερες εποχές οι ιδιοκτήτες του σπιτιού φύλαγαν το λάδι και άλλα αποθέματα. Τα έπιπλα, τα περισσότερα του περασμένου αιώνα, ήσαν επιβλητικά με περίτεχνα περιττά σκαλίσματα. Οι καθρέφτες, μεγάλοι και βαριοί, έδιναν έναν απόκοσμο χαρακτήρα στα ψηλοτάβανα δωμάτια. Εγώ κοιμόμουν σ’ ένα ογκώδες δρύινο κρεβάτι με ουρανό και λευκές δαντελένιες κουρτίνες.


Η Τέρρια ήταν ο τόπος της έμπνευσης μου· εκεί έγραψα όλα τα μυθιστορήματα που έχω δημοσιεύσει μέχρι σήμερα. Ήμουν αρκετά επιτυχημένη συγγραφέας μυθιστορημάτων τρόμου, παράλληλα με την πληκτική δουλειά μου στην επιχείρηση του άντρα μου, αλλά ήξερα πως δεν είχα γράψει ακόμα αυτό που ήθελα, το αριστούργημά μου, το τελικό μου δημιούργημα. Το δούλευα συνέχεια στο μυαλό μου, μα αυτό πάντα μου ξέφευγε, πάντα έλειπε το στοιχείο που θα το έκανε να ξεχωρίζει από τ’ άλλα, που θα το έκανε μοναδικό. Ήξερα πως μπορούσα να το γράψω και ήξερα και τι ήταν αυτό που μ’ εμπόδιζε να το γράψω· ο τρόμος. Δεν είχα αισθανθεί ποτέ τρόμο ανείπωτο, δεν είχα αντιμετωπίσει ποτέ καταστάσεις έξω από τις συνηθισμένες, έξω απ’ τη λογική, καταστάσεις που θα με ωθούσαν στη συγγραφή του έργου μου. Προσπαθούσα να τις βρω στην παράδοξη Τέρρια, αλλά ποτέ δε μου είχε προξενήσει ιδιαίτερο φόβο το περιβάλλον της.

Συνήθως ερχόμουν εδώ με τον άντρα μου, αλλά το τελευταίο καλοκαίρι ήμουν μόνη, γιατί εκείνος έπρεπε να μείνει στην πόλη για τις υποθέσεις του. Μου άρεσε η μοναξιά μου, ένιωθα περισσότερο ελεύθερη να γράψω και είχα μιαν αίσθηση ότι στο τέλος θα έβγαινε κάτι πραγματικά καλό.

Άλλωστε είχα πολλά πράγματα να κάνω για να γεμίζω τις μέρες μου. Μου άρεσε να κάθομαι με τις ώρες στην απόκρημνη παραλία, ν’ απολαμβάνω τον ήλιο και να τσαλαβουτάω τα πόδια μου στους ζεστούς νερόλακκους. Όταν ήθελα να κολυμπήσω περπατούσα ένα χιλιόμετρο περίπου και έβρισκα έναν μικροσκοπικό ήσυχο κολπίσκο με ψιλό βοτσαλάκι και διάφανα πεντακάθαρα νερά. Και μετά τις ατέλειωτες βόλτες στην άγρια ακτή ακολουθούσε γράψιμο και διάβασμα και μουσική, πολλή μουσική, κυρίως Βάγκνερ και Μπετόβεν· και βέβαια ύπνος πολύς. Απολάμβανα την ελευθερία μου, την αδιαφορία μου για το χρόνο που κυλούσε, την ασυνήθιστη ομορφιά που ξεδιπλωνόταν γύρω μου, το περιδιάβασμα στο μεγάλο επιβλητικό σπίτι.

ΙΙ

Ήταν είκοσι μέρες μετά την άφιξή μου στην Τέρρια, όταν ξύπνησα ξαφνικά στη μέση της νύχτας, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω την αιτία. Ανακάθισα στο κρεβάτι και αφουγκράστηκα· δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μονάχα ο παφλασμός των κυμάτων και το μονότονο μουρμούρισμα των τριζονιών. Ετοιμάστηκα ν’ ανάψω το φως δίπλα μου, όταν είδα από το ανοιχτό παράθυρο, πέρα μακριά, μια μαρμαρυγή να δρεπανίζει το σκοτάδι. Σηκώθηκα και πλησίασα το παράθυρο. Σ’ ένα σημείο, ακριβώς απέναντι μου, εκεί που το κύμα έσμιγε με τη βραχώδη ακτή, τρεμόσβηνε ένα απόκοσμο φως. Δεν είχε φεγγάρι και εκείνο ήταν το μοναδικό φως. Ίσως κάποιος να ήταν εκεί και να κρατούσε ένα φανάρι. Φοβήθηκα να φύγω από κει που βρισκόμουν, αν και κάτι μ’ έσπρωχνε να τρέξω έξω και να πάω να δω τι συνέβαινε. Μ’ εμπόδισε η φωνή της λογικής μου, που με καθήλωσε στη θέση μου. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απ’ το φως, ώσπου σε κάποια στιγμή αυτό τρεμόπαιξε, ύστερα έγινε απίστευτα λαμπρό και με τύφλωσε και μετά χάθηκε.

Περίμενα εκεί, κολλημένη στο ίδιο σημείο να το δω να ξαναπροβάλλει, μα τίποτα. Τώρα πια υπήρχε μόνο σκοτάδι. Ήταν δυνατόν να το είχα φανταστεί;

Γύρισα τρέμοντας στο κρεβάτι μου και κουκουλώθηκα. Μόνο τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχα φοβηθεί. Ένιωθα να με πλημμυρίζει ένας ανεξήγητος πανικός· ανατρίχιασα· ένα παγωμένο χέρι μού χάιδευε το κεφάλι. Το μυαλό μου ήθελε να κάνει υποθέσεις, εφιάλτες ξεχασμένοι και πεινασμένοι περιφέρονταν στον απέραντο χώρο του νου μου, ανήμποροι να κατανοήσουν την κατάστασή τους, άμορφοι και αλυσοδεμένοι, προσμένοντας από μένα να τους μορφοποιήσω και να τους επιτρέψω να περάσουν το σύνορο και να κατακλύσουν τα πάντα με την παρουσία τους κι εγώ ίδρωνα καθώς τους έδιωχνα με αποτροπιασμό, κι όμως ένα κομμάτι της ύπαρξής μου τους αναζητούσε με ηδονή.

Προσπάθησα να ηρεμήσω και να επιβληθώ στον εαυτό μου, θύμωσα, δε συνήθιζα να φοβάμαι και μάλιστα για κάτι που πρέπει να ήταν τελείως ασήμαντο. Πήρα την απόφαση να μη μιλήσω σε κανέναν γι αυτό που είχα δει. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν παρά ένα φως· θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλές λογικές εξηγήσεις γι αυτό. Γιατί όμως η θύμησή του, η εικόνα του εξακολουθούσε να μου προκαλεί τέτοια ανατριχίλα; Ένιωθα πως υπήρχε κάτι τρομερό σ’ αυτό, κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Έπρεπε να το διώξω απ’ το νου μου. Έκλεισα τα μάτια μου και άρχισα να μετρώ αντίστροφα, ώσπου με πήρε ο ύπνος.

Με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου οι νυχτερινοί μου φόβοι σκορπίστηκαν, διαλύθηκαν. Χαμογέλασα και βρήκα ανόητες τις βραδινές μου σκέψεις. Ήταν κουτό να με απασχολεί πια το γεγονός αυτό, σχεδόν αρνήθηκα την ύπαρξη εκείνου του φωτός, ίσως και να το είχα ονειρευτεί. Αφιέρωσα τη μέρα μου στο κολύμπι, τη βόλτα και το γράψιμο. Ή μάλλον προσπάθησα να γράψω, γιατί τελικά δεν κατάφερα τίποτα.

Ήμουν αφηρημένη όλη την ημέρα κι όταν άρχισε να σκοτεινιάζει ένιωσα μιαν αόρατη λαβή να μου σφίγγει την καρδιά. Αναρωτήθηκα με τι μνήμες έχει άραγε συνδεθεί η νύχτα. Ποιοι παραλογισμοί γεννήθηκαν κάποτε κάτω απ’ το σκοτεινό ουρανό στα φεγγαρόλουστα ξέφωτα και τα βαθύσκιωτα δάση; Υπήρξε άραγε εποχή που ο άνθρωπος σε μια στιγμή αδυναμίας ή διαστροφής κατάφερε να υλοποιήσει το αντικείμενο των φόβων του κι έφτιαξε όντα αποτρόπαια για να γευτεί την απόλαυση που παρέχει η φρίκη και η καταστροφή;


Το βράδυ προσπάθησα να μην κοιμηθώ, διάβασα διάφορα περιοδικά, φοβόμουν πως αν μ’ έπαιρνε ο ύπνος κάτι κακό θα γινόταν. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή μου έπεσε απ’ τα χέρια το περιοδικό που κρατούσα και πρέπει να βυθίστηκα σε βαθύ ύπνο.

Κι ύστερα βρέθηκα να περπατώ απαλά, σχεδόν πετώντας, πάνω στην άμμο, ανάμεσα σε μια ατέλειωτη σειρά στηλών που εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά μου. Ήταν νύχτα, αλλά έβλεπα πολύ καθαρά. Υπήρχε φως γύρω μου, παντού φως, που έβγαινε απ’ τους κόκκους της άμμου και τις στήλες, οι οποίες υψώνονταν προς τον ουρανό· δεν υπήρχε οροφή, μόνο το μαύρο στερέωμα σπαρμένο από λαμπερά αστέρια. Γλιστρούσα αδιάκοπα πάνω στην άμμο. Η σιωπή ήταν απόλυτη, δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό γύρω μου. Σε κάποιο σημείο τελείωσαν οι στήλες κι απόμεινα στην ερημιά να κοιτάζω τ’ άστρα κι η άμμος ήταν παντού, μπροστά μου, πίσω μου.

Προχώρησα. Και τότε το είδα. Ήταν μια πέτρινη προεξοχή πάνω στο έδαφος. Πλησίασα και την παρατήρησα. Ένας πέτρινος τετράγωνος βωμός με περίεργα σύμβολα πάνω του· ερπετά, κύκλους, κυματοειδείς γραμμές. Άρχισα να τα περιεργάζομαι και να τ’ αγγίζω. Όταν το χέρι μου πίεσε ένα δράκο με πύρινα μάτια που ξερνούσε φωτιές, ο βωμός υποχώρησε κι έδωσε τη θέση του σε μιαν άβυσσο. Πυρφόρες λάμψεις ξεπηδούσαν από τα σωθικά της. Κατέβηκα σαν υπνωτισμένη τα πέτρινα σκαλοπάτια που με οδηγούσαν όλο και πιο κάτω, στις λάμψεις που δυνάμωναν. Ξαφνικά το πόδι μου βρέθηκε στο κενό κι άρχισα να πέφτω. Οι φλόγες έρχονταν κατά πάνω μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Ξύπνησα ουρλιάζοντας λουσμένη στον ιδρώτα. Το φως ήταν αναμμένο. Κοίταξα το ρολόι μου· η ώρα ήταν μόνο τρεις. Βλαστήμησα. Είχα κοιμηθεί ελάχιστα. Αναρωτήθηκα απελπισμένη πώς θα περνούσε η νύχτα. Σηκώθηκα κι άρχισα να βηματίζω στο δωμάτιο. Δεν τολμούσα να κοιτάξω γύρω μου, προσπαθούσα να περιορίσω το οπτικό μου πεδίο, να φτιάξω μιαν αόρατη ασπίδα με τη σκέψη και ν’ αποτρέψω το φόβο που είχε εισβάλλει μεγαλόπρεπα στο δωμάτιο και σφυροκοπούσε ανελέητα τις αισθήσεις μου. Μπορούσα να μετρήσω κάθε λεπτό που περνούσε. Ακόμα κι έτσι όμως, κάποτε θα ξημέρωνε. Με παρηγόρησε η σκέψη της ημέρας και του ήλιου, ένιωσα να ζεσταίνεται το παγωμένο μου κορμί. Θα προσπαθούσα να μην ξανακοιμηθώ. Σιγά σιγά ανέκτησα την ψυχραιμία μου και μπόρεσα να χαμογελάσω. Δεν υπήρχε πλέον λόγος να φοβάμαι. Είχα πάρει την απόφασή μου· αύριο θα έφευγα οπωσδήποτε. Ήταν τόσο απλό. Θα έμενα ξύπνια μέχρι το πρωί και δε θα περνούσα άλλη νύχτα εδώ. Δεν ήξερα τι ήταν αυτός ο παραλογισμός που με τρόμαζε, απλά θα έφευγα μακριά του.

Έσκυψα κάτω απ’ το κρεβάτι να πάρω τη βαλίτσα μου για να μαζέψω τα πράγματά μου και τότε πρόσεξα ένα σανίδι του πατώματος που προεξείχε. Προσπάθησα να το τραβήξω· δεν ήταν καθόλου δύσκολο να μετακινηθεί. Μέσα στη μικρή κρυψώνα υπήρχε ένα βιβλίο. Το πήρα στα χέρια μου γεμάτη περιέργεια. Έδειχνε πολύ παλιό. Στο σκονισμένο, χοντρό, μαύρο, δερμάτινο εξώφυλλο υπήρχαν κάποια φθαρμένα χρυσά σύμβολα, που δεν καταλάβαινα τι σήμαιναν. Άρχισα να το ξεφυλλίζω και κύματα σκόνης ξέφυγαν από μέσα του. Ήταν γραμμένο σε μιαν άγνωστή μου γλώσσα, δεν είχα ξαναδεί χαρακτήρες σαν αυτούς που ήσαν τυπωμένοι με κόκκινο χρώμα στις σελίδες του.

Το ακούμπησα σκεφτική στο κρεβάτι. Παρατηρώντας τα χρυσά σύμβολα στο εξώφυλλο, συνειδητοποίησα ότι ήσαν όμοια μ’ εκείνα που υπήρχαν στο βωμό του ονείρου μου. Ο τρόμος άρχισε να φιδογυρίζει στο μυαλό μου. Πισωπάτησα κι αμέσως πρόσεξα ότι τα χρυσαφένια σχήματα είχαν γίνει πύρινα και σκορπούσαν λάμψεις τριγύρω. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν και κόλλησαν στο πάτωμα. Η φωνή μου δεν μπορούσε να βγει. Το βιβλίο άνοιξε και τα φύλλα άρχισαν να γυρίζουν μόνα τους μ’ ένα ανατριχιαστικό θρόισμα. Φλόγινα σύμβολα έβγαιναν απ’ τις σελίδες και χοροπηδούσαν στο δωμάτιο. Ανάμεσά τους δέσποζε η μορφή του δράκου που είχα πρωτοδεί στο βωμό.

Οι αποτρόπαιες, παράλογες μορφές χόρεψαν για λίγο μ’ εφιαλτικό ρυθμό γύρω μου κι ύστερα στάθηκαν μπροστά στο μεγάλο, παλιό καθρέφτη του δωματίου. Κατάλαβα ότι διπλασίαζαν τη δύναμή τους, αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω. Πέρασαν μέσα απ’ τον καθρέφτη και χάθηκαν κάπου στην άλλη πλευρά. Δεν πρόλαβα να κουνηθώ απ’ τη θέση μου και στην επιφάνεια του καθρέφτη ζωντάνεψε μια τιτάνια σύνθεση. Απατηλές εικόνες διαδέχονταν με ταχύ ρυθμό η μια την άλλη. Χρυσοκάστανα βουνά, απέραντες γαλαζοπράσινες θάλασσες, αιματόχρωμοι ήλιοι, μαύρα απειλητικά βράχια. Αλλόκοτες σκιές σάλευαν, γλιστρούσαν, χόρευαν ανάμεσά τους. Ήσαν γαλάζιες, κόκκινες, πράσινες, κίτρινες, έπαιρναν σιγά σιγά μορφή, γίνονταν συγκεκριμένες. Ένιωσα πως στις ψυχές τους φούντωνε το μίσος, μετατρεπόταν σε ποτάμι, ζητούσε να ξεχυθεί ελεύθερο και μεγάλωνε με τις κινήσεις τους. Οι φιγούρες άρχισαν να γλιστρούν μέσα στο δωμάτιο. Τώρα ήσαν όλες μαύρες.

Δεν ήξερα πια πού βρισκόμουν, τα πάντα είχαν αλλάξει. Δεν ήξερα αν ήταν όνειρο ή παραίσθηση, μα σίγουρα δεν μπορούσε να είναι πραγματικότητα. Τα χρώματα ήσαν εκτυφλωτικά, εξωπραγματικά. Μια σκέψη άστραψε στο μυαλό μου· βρισκόμουν στην κόλαση. Η επόμενη σκέψη μου ήταν να βγω από το δωμάτιο. Με την ελπίδα να σωθώ να φουντώνει μέσα μου, στράφηκα προς την πόρτα. Δεν ήταν όμως πια εκεί. Υπήρχε μόνο συνεχόμενος τοίχος σε βαθύ κόκκινο χρώμα. Σαν τρελή έτρεξα στο παράθυρο, δίχως να μπορώ να ελέγξω την αναπνοή μου. Έπρεπε να σκεφτώ λογικά. Ό,τι γινόταν γύρω μου ανήκε στην παράνοια · είχα τρελαθεί. Ναι, αυτό ήταν. Άρχισα να γελάω ασυγκράτητα. Είχα έρθει εδώ να γράψω το καινούριο μου μυθιστόρημα κι αυτό είχε ζωντανέψει μπρος στα μάτια μου. Κοίταξα τη θάλασσα. Είχε γίνει κόκκινη κι έλαμπε πίσω απ’ τα βαθύχροα βράχια. Και οι κάτοικοι της Τέρρια, μικροί, λευκοί, ζαρωμένοι, είχαν σχηματίσει μια μακάβρια πομπή και βάδιζαν υπνωτισμένοι προς αυτή την άλικη θάλασσα.

Πάσχιζα να κρατήσω το μυαλό μου, χανόμουν, βυθιζόμουν στο σκοτάδι. Στράφηκα απότομα και κοίταξα το δωμάτιο πίσω μου. Οι μαύρες, εφιαλτικές μορφές με πλησίαζαν απειλητικά. Πανικόβλητη ανέβηκα στο περβάζι του παραθύρου και πήδησα. Δεν ήταν μεγάλο το ύψος κι έτσι προσγειώθηκα ομαλά στο έδαφος με λίγες γρατσουνιές, στις οποίες βέβαια δεν έδωσα σημασία. Γύρω μου είχε ζωντανέψει η κόλαση. Μια ακατονόμαστη μορφή, φερμένη από τον κόσμο των εφιαλτών μας, άρχισε να ξεπροβάλλει απ’ τη θάλασσα. Δεν είναι δυνατόν να την περιγράψω με λέξεις, αν κι έχει στοιχειώσει τα όνειρά μου και ξέρω πως θα με ακολουθεί και πέρα απ’ το θάνατο. Έκλεισα τα μάτια τη στιγμή που άρχισε να καταβροχθίζει έναν έναν τους κατοίκους της Τέρρια.

Δεν άντεχα πια να βλέπω. Πώς θα τελειώσει αυτό; σκέφτηκα. Δεν είχα πιθανότητες να βγω ζωντανή από κει κι οπλισμένη μ’ ένα παράλογο θάρρος, που τρεφόταν από την απελπισία μου, άρχισα να βαδίζω αργά και σταθερά προς το θάνατο. Ένα χέρι μ’ έπιασε απ’ τον ώμο και ψιθύρισε τ’ όνομά μου. Τινάχτηκα σαν ηλεκτρισμένη, άνοιξα τα μάτια κι έπιασα το πρώτο πράγμα που βρήκα μπροστά μου· ήταν μια μεγάλη σκούρα πέτρα με παράξενο σχήμα. Γύρισα και χτύπησα με δύναμη το κεφάλι του πλάσματος που με είχε αγγίξει. Αυτό έπεσε άψυχο κάτω· μια λίμνη αίματος σχηματίστηκε δίπλα του. Το παρατήρησα ήρεμα· ήταν άνθρωπος. Μου φάνηκε γνωστή η φυσιογνωμία του· πρέπει να ήταν κάποιος κάτοικος της Τέρρια, που ίσως είχε προσπαθήσει να σωθεί απ’ τον εφιάλτη. Κι ύστερα όλα άρχισαν να γυρίζουν και με τύλιξε το κρύο και συμπονετικό κενό.


Όταν ξύπνησα βρισκόμουν κλειδωμένη σε τούτο το δωμάτιο με τους μαλακούς, άσπρους τοίχους και το παράθυρο με τα μαύρα κάγκελα. Νομίζουν πως είμαι τρελή. Βέβαια δεν το λένε μπροστά μου, αλλά το καταλαβαίνω από τα βλέμματά τους. Μου είπαν πως σκότωσα τον άντρα μου, πως αυτόν χτύπησα με την πέτρα εκείνο το βράδυ. Μου κάνουν πλύση εγκεφάλου. Και λένε ακόμα πως δεν υπάρχει Τέρρια, δεν υπήρξε ποτέ, ούτε υπήρξαν ποτέ τα σπίτια της και οι κάτοικοί της.

Αρχίζω όμως να καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Τους νιώθω έξω να περιμένουν, σκορπισμένοι στην πόλη παραφυλάνε. Νιώθω τα νύχια τους να γραπώνουν το μυαλό μου, τα μοχθηρά τους μάτια να λάμπουν περιπαικτικά, τα λαίμαργα χείλη τους να ρουφάνε τις σκέψεις μου, να κλέβουν τις ιδέες μου. Είναι ξένοι, εχθροί από άλλη διάσταση, μα κανένας δε με πιστεύει. Όλοι εδώ μέσα στο ίδρυμα είναι ηλίθιοι. Αντί να με βοηθήσουν ν’ αντιμετωπίσω τους εχθρούς, κουνάνε συγκαταβατικά τα κεφάλια τους.

Τους μισώ. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγω από δω μέσα. Αλλά και πρέπει να δείχνω ήρεμη και ήσυχη. Κι αν διαβάζουν τη σκέψη μου αυτή; Θα πάψω να σκέφτομαι. Θα σταματήσω τις σκέψεις μου και δε θα μπορούν να τις κλέβουν. Θα σταματήσω τα σχέδια τους. Ύστερα θα μ’ αφήσουν. Θα πιστέψουν ότι δεν έχουν να πάρουν τίποτα πια από μένα. Και τότε θα εκδικηθώ τους ανόητους του ιδρύματος. Θα σκοτώσω όσο πιο πολλούς μπορώ και η δύναμή τους θα γίνει δική μου.

ΙΙΙ

Ψίθυροι ακούστηκαν στο διάδρομο, έξω από το απαίσιο δωμάτιό μου. Στο παραθυράκι που υπήρχε στη βαριά πόρτα πρόβαλε το κεφάλι μιας νοσοκόμας που μιλούσε σ’ έναν καινούριο γιατρό.

“Γιατρέ, αυτή είναι η Λίζα Σαρπ, η γυναίκα που σκότωσε το σύζυγό της, το διάσημο συγγραφέα μυθιστορημάτων τρόμου Τζον Σαρπ. Του έλιωσε το κεφάλι μ’ ένα μεγάλο γλυπτό την ώρα που κοιμόταν. Βρίσκεται δέκα χρόνια εδώ. Λέει συνέχεια την ίδια ιστορία για κάποιο φανταστικό μέρος που το λένε Τέρρια. Είναι πολύ επικίνδυνη.”