ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ «ΦΥΛΑΚΑ ΤΩΝ ΑΣΠΙΔΩΝ»

 

Γράφει η Χρήστου Βάσω

 

Πού και πότε εκτυλίσσεται η ιστορία και τί αφορά

 

«Ο Φύλακας των Ασπίδων» είναι ένα έργο soft επιστημονικής φαντασίας, το οποίο εκτυλίσσεται περίπου 800 και κάτι χρόνια στο μέλλον. Θα μπορούσε να είναι και σε ένα ακόμη μακρινότερο μέλλον, αλλά το απέφυγα για να διατηρήσω σε ένα βαθμό τις τρέχουσες κοινωνικές δομές.

 

Δεν υπάρχει τίποτα εξωγήινο στην ιστορία. Υπάρχουν βέβαια πολλά ερωτήματα που απασχολούν τους ήρωες, αλλά στο τέλος τίποτα δεν παραμένει ανεξήγητο και τίποτα δεν έχει εξωπραγματική λύση.

 

Είναι μελλοντολογικό, μετακαταστροφικό έργο, αφορά μόνο τους γήινους και διαδραματίζεται καθ’ ολοκληρίαν στη Γη.

Η διαφορά του από τα ‘κλασικά’ μετακαταστροφικά έργα, είναι ότι η καταστροφή έχει γίνει πριν από αρκετές εκατοντάδες χρόνια κι έτσι δεν υπάρχουν έντονα τα φαινόμενα που έχουμε δει σε άλλα έργα, π.χ. συμμορίες κανίβαλων ή επιζήσαντες στο καταφύγιο που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα ενώ έξω τους απλειλεί ζέστη, κρύο, δηλητηριώδη αέρια, όξινη βροχή, ραδιενεργά κατάλοιπα, μικρόβια κλπ.

 

Κάποια στιγμή, νωρίς σχετικά μέσα στην ιστορία, μαθαίνουμε και τη φύση της καταστροφής αυτής, που είναι η πτώση ενός μετεωρίτη στη Γη, καθώς και τον τρόπο που αποφεύχθηκε η ολική εξάλειψη του ανθρώπινου είδους (αλλά και κάθε άλλου είδους ζωής στη Γη) και που έχει σχέση με την παρέμβαση μιας ακμάζουσας αρειανής αποικίας, η οποία φυσικά έμεινε άθικτη από την πτώση του μετεωρίτη στη Γη.

 

Η καταστροφή έχει συμβεί στη Γη περίπου πεντακόσια χρόνια πριν από την αρχή της ιστορίας μας και ο κόσμος στον οποίο κινούνται οι ήρωες βρίσκεται πια σε ισορροπία και στασιμότητα για αρκετούς αιώνες.

 

Πώς είναι ο κόσμος αυτός

 

Στη μελλοντική αυτή Γη υπάρχουν μερικά εκατομμύρια μόνο κάτοικοι, σκορπισμένοι σε περίπου 600 περιοχές, σε όλες τις ηπείρους της Γης, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό πυκνότητες πληθυσμών ανάλογες με τις σημερινές, π.χ. το βόρειο ημισφαίριο είναι περισσότερο κατοικημένο από το νότιο, αφού εκεί είναι πιο ευνοϊκές οι συνθήκες ζωής.

Σε κάθε περιοχή υπάρχει η έννοια της φυλής. Οι κάτοικοι κάθε φυλής ζουν σε μερικά γειτονικά χωριά. Συνήθως κάθε φυλή αποτελείται από λίγες χιλιάδες κατοίκους.

 

Αυτό που οριοθετεί τη φυλή είναι η φυλετική μνήμη. Όλοι οι άνθρωποι της Γης, γεννιούνται με κάποιες μνήμες γραμμένες στον εγκέφαλό τους. Οι περισσότερες από αυτές τις μνήμες είναι ακατανόητες από τους ίδιους τους κατέχοντες, μια που είναι μνήμες μιας πολύ πιο προηγμένης τεχνολογικά εποχής.

Το τεχνολογικό επίπεδο των κατοίκων των χωριών βρίσκεται στην αρχαϊκή ή και προαρχαϊκή εποχή (Για παράδειγμα σε κάποια μέρη δεν υπάρχει ούτε καν σίδερο). Είναι λογικό λοιπόν να μην μπορούν να γίνουν κατανοητές οι μνήμες.

 

Η μόνη περιοχή στον κόσμο που υπάρχει υψηλότερη τεχνολογία είναι η Αρκοσάντι, μια πόλη, με πληθυσμό περίπου 50,000 κατοίκους. Ακόμα όμως και στην Αρκοσάντι, με μερικές εξαιρέσεις, το επίπεδο της τεχνολογίας που διατηρείται είναι κάπου στα επίπεδα της δεκαετίας του 50. Σε κάποια θέματα η τεχνολογία είναι πιο προηγμένη και σε κάποια άλλα έχει μείνει πίσω.

Για παράδειγμα, ενώ υπάρχουν μηχανές πτήσης, οι οποίες μοιάζουν με ελικόπτερα, δεν υπάρχουν πια κανενός είδους τηλεπικοινωνιακές συσκευές. Έτσι από έναν κόσμο παγκοσμιοποίησης, που ζούμε στις μέρες μας, οδηγούμαστε σ’ έναν κόσμο σχεδόν απόλυτης απομόνωσης.

Υπάρχει μεγάλη συζήτηση από την αρχή της ιστορίας και μέχρι το τέλος για το αν οι κάτοικοι της Αρκοσάντι διαθέτουν ή όχι φυλετική μνήμη και ποια είναι αυτή.

 

Ο πληθυσμός της κάθε φυλής είναι σχεδόν απομονωμένος από όλες τις υπόλοιπες φυλές. Οι χωρικοί μέσα στην ίδια φυλή συναλλάσσονται και αναμειγνύονται μεταξύ τους.

Αντίθετα, ενώ συναλλάσσονται, όταν υπάρχει ανάγκη, με άλλες γειτονικές φυλές, δεν ζευγαρώνουν ποτέ μαζί τους, επειδή θεωρούν ότι η επιμειξία θα γεννήσει τέρατα και ότι οι γυναίκες που θα κυοφορήσουν αυτά τα επιμειξιακά παιδιά θα πεθάνουν και θα σκορπίσουν συμφορά στον τόπο τους.

Τον ίδιο φόβο έχουν και οι κάτοικοι της Αρκοσάντι και μάλιστα πολύ βαθιά ριζωμένο μέσα τους.

Βλέπουμε μέσα στην ιστορία ότι η χρονολόγηση διαφέρει λίγο από περιοχή σε περιοχή και μια αιτία είναι η απομόνωση. Στα περισσότερα μέρη χρονολογούν από την ίδρυση του χωριού.

 

Η Αρκοσάντι είναι ένα σχετικά κλειστό σύστημα, που επικοινωνεί με τον έξω κόσμο με περιορισμένες διαδικασίες. Όλη η πόλη είναι χτισμένη στη μέση ενός κάμπου, πάνω σε ένα μεγάλο κύκλο λάβας, απομεινάρι παλιάς ηφαιστειακής έκρηξης. Η γύρω περιοχή είναι σχεδόν εντελώς άγονη κι έτσι η πόλη προμηθεύεται ό,τι χρειάζεται από πιο μακρινές περιοχές, πληρώνοντας τα βασικά της είδη με τεχνολογικές παροχές και μηχανήματα που βοηθούν τους αγρότες να αυξάνουν την παραγωγή τους ώστε να τρέφουν τελικά την πόλη.

Δεν υπάρχει τίποτα που να απαγορεύει στους κατοίκους της Αρκοσάντι να βγουν από την πόλη τους και να πάνε όπου θέλουν, πέρα από το ότι δεν έχουν τίποτα να κάνουν στη γειτονική περιοχή, εκτός από το να χαζέψουν το ηφαιστειακό τοπίο. Υπάρχουν μόνο δύο ειδών μεταφορικά μέσα: τα οχήματα ξηράς (κάποια βαριά φορτηγά δηλαδή, που τα χρησιμοποιούν για να μεταφέρουν τις σοδειές από τις πεδιάδες) και τα αεροχήματα, που είναι λιγοστά και χρησιμοποιούνται αυστηρά και μόνο για τις περιπολίες πάνω από τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, ενώ οι έξοδος από την πόλη είναι ελεύθερη, τα μεταφορικά μέσα που θα επέτρεπαν στους κατοίκους της να μετακινηθούν, σπανίζουν. Ουσιαστικά λοιπόν, οι μόνο που έρχονται σε επαφή με τον έξω κόσμο είναι όσοι δουλεύουν στην εισαγωγή τροφίμων από τις γειτονικές περιοχές των πεδιάδων και οι πιλότοι των οχημάτων.

 

Η Αρκοσάντι βασίζεται στις φυλετικές μνήμες των άλλων για να διατηρεί το τεχνολογικό της επίπεδο. Υπάρχει μια απέχθεια προς την ενασχόληση με τις λεπτομέρειες των μηχανών που χρησιμοποιούνται για να παρέχουν την τεχνολογία και την ευημερία στην πόλη. Θεωρείται κάτι υπερβολικά δύσκολο από τη μια, αλλά και τελείως άλλου επιπέδου, δουλειά των Απέξω, όπως λένε τους υπόλοιπους κατοίκους της Γης οι Αρκοσάντιοι.

Έτσι, συχνά οι πιλότοι της Αρκοσάντιοι στρατολογούν ανθρώπους από τις διάφορες φυλές για την τεχνολογική δουλειά που απαιτείται για να κρατηθεί η πόλη ζωντανή. Επειδή όμως με το πέρασμα των χρόνων και την παντελή απώλεια της τεχνολογικής και επιστημονικής γνώσης στα χωριά, οι κάτοικοι δεν κατανοούν τις μνήμες τους και δεν μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν αποδοτικά, στην Αρκοσάντι χρησιμοποιούν ένα φάρμακο, διεγερτικό της μνήμης, για να επιτυγχάνουν μια καλύτερη απόδοση από τους στρατολογημένους τους.

 

Αντίστοιχα, η Αρκοσάντι πληρώνει τις υπηρεσίες των χωρικών (δηλαδή τη στρατολόγηση ανθρώπων), με άλλες υπηρεσίες. Φροντίζει να μην μένουν τα χωριά χωρίς γιατρό, εκκενώνει περιοχές σε περίπτωση κινδύνου και προσέχει να μην ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα σε γειτονικές φυλές ή σε χωριά της ίδιας φυλής.

 

Έτσι, κατά κάποιο τρόπο η Αρκοσάντι παίζει το ρόλο ενός χαλαρού, παγκόσμιου τοποτηρητή και συντονιστή. Εφόσον δεν υπάρχουν τηλεπικοινωνίες, οι πιλότοι της Αρκοσάντι κάνουν τακτικές πτήσεις περιπολίας πάνω από τα χωριά της κάθε περιοχής και βεβαιώνονται ότι δεν κινδυνεύει να αφανιστεί καμιά από τις φυλές. Δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίο το ότι οι φυλές που ευνοούνται περισσότερο και είναι πιο προστατευμένες είναι αυτές που παρέχουν στην πόλη τις πιο απαραίτητες πρώτες ύλες και τους πιο απαραίτητους στρατολογημένους.

 

Σχήμα της Αρκοσάντι και των φυλών με την αλληλεπίδραση

 

Παρόλο που ο κόσμος έχει παραμείνει σε κατάσταση ειρήνης για αρκετά χρόνια, δεν είναι όλα ρόδινα πάνω στη Γη. Αφενός οι φυλές με την απομόνωσή τους, δεν διαθέτουν καθόλου σχεδόν τεχνολογία και ζουν λίγο πιο καλά από τους πρωτόγονους, αφ’ ετέρου η Αρκοσάντι, που βασίζεται σε αμυδρές φυλετικές μνήμες των Απέξω, βυθίζεται με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στην παρακμή.

 

Σε πολλές από τις φυλές το βιοτικό επίπεδο είναι πολύ χαμηλό.

Η απομόνωση οδηγεί τους ανθρώπους σε μια βιολογική παρακμή και εκφυλισμό αλλά και σε μια πολιτιστική διαφοροποίηση, η οποία εξαρτάται πια από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες. Έτσι έχουμε φυλές φιλειρηνικές και φυλές βίαιες, φυλές με δημοκρατικές διαδικασίες και φυλές που βρίσκονται κάτω από την τρομοκρατία ισχυρών αρχόντων, φυλές μητριαρχικές, φυλές με ισότητα των δύο φύλων και φυλές πατριαρχικές, φυλές σε πλήρη αγραμματοσύνη ή φυλές που εκτιμούν τη γνώση. Το σίγουρο είναι ότι όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της Γης διάγουν δύσκολους βίους και δεν παράγουν πια πρόοδο και πολιτισμό.

 

Η Αρκοσάντι δεν επεμβαίνει στα εσωτερικά των φυλών παρά μόνο αν υπάρχει κίνδυνος αφανισμού, επειδή στην πραγματικότητα, οι Αρκοσάντιοι βλέπουν τους Απέξω λίγο καλύτερα από ό,τι θα έβλεπαν τα γρανάζια μιας μηχανής. Μάλιστα, σύντομα βλέπουμε ότι το διεγερτικό της μνήμης, που χρησιμοποιούν στους στρατολογημένους χωρικούς, προκαλεί σοβαρές σωματικές και εγκεφαλικές βλάβες, αλλά δεν διστάζουν να το χρησιμοποιούν όσο χρειάζεται για να γίνεται η τακτική συντήρηση της πόλης, εφόσον θεωρούν τους Απέξω περίπου σαν αναλώσιμη περιουσία της Αρκοσάντι.

 

Περιγραφή της Αρκοσάντι

 

Η Αρκοσάντι βρίσκεται στη Βόρεια Αμερική και τοποθετείται κάπου στις Μεγάλες Πεδιάδες, δηλαδή στις Κεντρικές πολιτείες των Η.Π.Α, που φυσικά δεν υφίστανται πια σαν χώρα. Από την παλιά γεωπολιτική κατανομή απομένουν μόνο τα ονόματα των ηπείρων και κάποιων πολύ μεγάλων γεωφυσικών χαρακτηριστικών, π.χ. ο Αμαζόνιος ή η μεγάλη Ρωσική πεδιάδα διατηρούν το όνομά τους.

Δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος που βρίσκεται η Αρκοσάντι στην Αμερική, πέρα από το ότι βρισκόμουν κι εγώ εκεί όταν συνέλαβα την ιδέα του έργου.

Όπως είπαμε και νωρίτερα, η πόλη είναι χτισμένη πάνω σε μια έρημο λάβας. Κανένας δεν είναι πολύ σίγουρος γιατί διάλεξαν οι πρόγονοί τους ένα τόσο άσχημο μέρος για να εγκαθιδρύσουν την κυρίαρχη πόλη του νέου τους κόσμου, αλλά όλοι έχουν βαθιά ριζωμένη μέσα τους την αίσθηση ότι η επιλογή της θέσης τους ήταν για αν τους προστατέψει από κάποιο κίνδυνο.

Η πόλη περιβάλλεται από ένα μεγάλο κυκλικό δακτύλιο, σαν τείχος. Ο δακτύλιος έχει εμφανή προορισμό: Προστατεύει την πόλη από τους ισχυρούς ανέμους, που σαρώνουν την πεδιάδα της λάβας και προσφέρει μ’ αυτόν τον τρόπο κάποιο είδος ελέγχου του μικροκλίματος της πόλης, παρόλο που τα περισσότερα κτίρια επικοινωνούν έτσι κι αλλιώς μεταξύ τους με υπόγειους διαδρόμους και είναι σε μεγάλο βαθμό κλειστά και προστατευμένα. Η πόλη βρίσκεται χτισμένη πάνω σε μια μεγάλη βάση, όπου βρίσκονται και όλα τα μηχανήματα που ελέγχουν τη λειτουργία της. Μέσα στη πόλη δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα, ενώ όλη η δομή της πόλης βασίζεται γύρω από την ιδέα τριών διαζωμάτων, το κατώτερο από τα οποία είναι η βάση με τα μηχανήματα, που προανέφερα. Έτσι κατά κάποιον τρόπο, η Αρκοσάντι θυμίζει περισσότερο διαστημική βάση, παρά σύγχρονη πόλη.

Πάνω από το δακτύλιο ξεκινάει ένα μεγάλο μεταλλικό πλέγμα, που καλύπτει ολόκληρη την πόλη και που θεωρείται από όλους ένα από τα βασικότερα στοιχεία προστασίας της Αρκοσάντι. Παρόλο που κανένας δεν ξέρει πια τι κάνει το πλέγμα, υπάρχουν τεχνικοί, πάντοτε Απέξω, που φροντίζουν για την καλή του λειτουργία και συντήρηση. Μάλιστα, το πλέγμα είναι τόσο σημαντικό στη συλλογική γνώμη των Αρκοσάντιων, ώστε υπάρχουν και αναφωνήσεις του τύπου «Μα το πλέγμα!», όπως θα λέγαμε εμείς «Μα το Θεό!» ή πολύ χειρότερα «@%&# το πλέγμα!».

 

Η ιστορία ξεκινά σε ένα χωριά στον ποταμό Ροδανό και συνεχίζεται στην Αρκοσάντι. Ο Ροδανός ήταν μια τυχαία επιλογή και θα εξηγήσω αργότερα πώς επέλεξα αυτόν τον τόπο για αρχή της ιστορίας. Πάντως είναι τόσο τυχαία η επιλογή της θέσης του Ροδανού όσο τυχαία ήταν και η επιλογή της θέσης της Αρκοσάντι.

 

Το παραμύθι

 

Η ιστορία του «Φύλακα των Ασπίδων» αρχίζει στον Ροδανό, όπου βλέπουμε ανθρώπους με κάποια πολύ δυσνόητη φυλετική μνήμη, που έχει σχέση με ηλεκτρονικά κυκλώματα, να διάγει έναν φιλειρηνικό βίο, αλλά ταυτόχρονα να υποφέρει απώλειες των μελών της από διάφορες αρρώστιες. Η μακροβιότητα έχει χαθεί στην περιοχή του Ροδανού και οι περισσότερες οικογένειες χάνουν τα παιδιά τους χωρίς εμφανείς αιτίες.

Η ηρωίδα της ιστορίας, η Καρίν, διαθέτει ισχυρές φυλετικές μνήμες, πολύ πιο ισχυρές από οποιονδήποτε άλλον στη φυλή και ταυτόχρονα διαθέτει και μια επιθετική σχεδόν περιέργεια, η οποία την οδηγεί σε διάφορες περιπέτειες προς αναζήτηση γνώσης του παρόντος και του παρελθόντος.

Η ιστορία πάντως αρχίζει να κυλάει πραγματικά όταν παρουσιάζεται μια σειρά από βλάβες στο κεντρικό συντονιστικό μηχάνημα της Αρκοσάντι. Ο παλιός τεχνικός, που ήταν στρατολογημένος από τη φυλή του Ροδανού, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Μια νέα αποστολή στρατολόγησης ξεκινάει από την Αρκοσάντι. Η ομάδα βρίσκει στον Ροδανό το κατάλληλο άτομο για τον νέο μηχανικό του συντονιστή, στο πρόσωπο της Καρίν.

Έτσι οι πιλότοι της Αρκοσάντι μεταφέρουν την Καρίν στην άλλη μεριά του Ατλαντικού για να διορθώσει τη βλάβη στο συντονιστή. Από κει και πέρα, όλα θα μπορούσαν να παραμείνουν στάσιμα, πλην όμως δυό προβλήματα βασανίζουν τον αρχηγό των πιλότων-στρατολόγων: το ένα είναι ότι συγκεντρώνει στοιχεία που τον κάνουν να πιστεύει ότι κάποια απειλή από το παρελθόν θα επιστρέψει πολύ σύντομα και θα τους βάλει σε μεγάλο κίνδυνο και το δεύτερο ότι η πόλη βρίσκεται εδώ και πολλές δεκαετίες στα χέρια επικίνδυνων, διεφθαρμένων και ανίκανων ανθρώπων, οι οποίοι την οδηγούν στην παρακμή.

Σύντομα διαπιστώνει και η Καρίν ότι οι Αρκοσάντιοι αντί για ήρωες, ημίθεοι, προστάτες του κόσμου, είναι τεμπέληδες, ρατσιστές και ανίκανοι, καλοβολεμένοι αλλά και βυθισμένοι μέσα στην άγνοια και την αλαζονεία τους, ενώ η πόλη βρίθει από ίντριγκες.

 

(Λέω να μην σας πω άλλα…- Μίλησα και για επικείμενη καταστροφή και για συνεχή πολιτικό και κοινωνικό αναβρασμό) – Παρεμπιπτόντως, «Φύλακας των Ασπίδων» είναι ο επίσημος τίτλος του αρχηγού της Αρκοσάντι.

 

Κύριο θέμα και επί μέρους θέματα

 

Το κύριο θέμα της ιστορίας έχει σχέση φυσικά με τη γνώση και τη χρήση της γνώσης από αυτούς που την κατέχουν. Η γνώση αποτελεί πάντα το πιο ελκυστικό θέμα στα έργα μου. Θα έλεγα μάλιστα ότι εμφανίζεται με μια εμμονή, σχεδόν σε όλες τις ιστορίες που έχω γράψει, μικρές και μεγάλες, παλιές και καινούργιες. Ακόμα και τα πιο πρωτόλεια, παιδικά μου έργα βασίζονται σε κάποια πληροφορία που έρχεται στην κατάλληλη στιγμή ή στην έλλειψη κάποιας πληροφορίας που απαιτείται.

Στον κόσμο του Φύλακα των Ασπίδων, υπάρχει γνώση. Βρίσκεται διασκορπισμένη στις μνήμες των φυλών και σε μηχανήματα, όπως οι υπολογιστές της Αρκοσάντι. Και στις δυό περιπτώσεις πολύ μεγάλο μέρος αυτής της γνώσης είναι δύσκολο ή και αδύνατο να ανακληθεί. Όλο το παιχνίδι παίζεται γύρω από το τι θα γίνει με τη γνώση που απαιτείται.

 

Γύρω από το κυρίως θέμα αναπτύσσεται και ένα δευτερεύον, αρκετά σημαντικό, το οποίο είναι το θέμα της επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετικό κοινωνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο.

 

Στα πλαίσια αυτού του θέματος αναπτύσσεται η διαφορά της νοοτροπίας που υπάρχει ανάμεσα στην Αρκοσάντι και στον υπόλοιπο κόσμο και έτσι εμφανίζονται τα φαινόμενα του ρατσισμού, της εκμετάλλευσης των πιο αδύνατων, της αλαζονείας που προσφέρει η ασφάλεια αλλά και η άγνοια. Τέλος υπάρχουν και κάποιοι οικολογικοί προβληματισμοί για τους οποίους θα μιλήσω αργότερα όταν θα αναφερθώ στο timing της ιστορίας και στις επιρροές μου.

 

Ένα ακόμα θέμα που εμφανίζεται συχνά είναι αφ’ ενός των πρωτόγονων, ανεξήγητων φόβων και της επικείμενης καταστροφής, η οποία δημιουργεί έναν αόριστο φόβο, που σιγά-σιγά γίνεται όλο και πιο απτός. Κάποια στιγμή υπάρχει η αίσθηση ότι η τωρινή κατάσταση που ζουν οι άνθρωποι στη Γη είναι μια εποχή ανάπαυλας ανάμεσα σε μια καταστροφή που πέρασε και σε μια καταστροφή που έρχεται.

Οι περισσότερες φυλές φοβούνται σχεδόν υστερικά τα κύματα της θάλασσας και τη φωτιά από τον ουρανό. Αυτός ο φόβος εξηγείται αργότερα και έχει βέβαια σχέση με τις ιστορίες από τον καιρό της πτώσης του μετεωρίτη.

Υπάρχει επίσης και ο φόβος της ανάμιξης των φυλών, ο οποίος είναι επίσης εξαιρετικά ισχυρός και από τον οποίο διακατέχονται όχι μόνο οι πρωτόγονοι αλλά και οι ίδιοι οι Αρκοσάντιοι.

Κάποια στιγμή, πολύ αργότερα μέσα στην ιστορία εξηγείται η προέλευση όλων αυτών των φόβων, αλλά δεν θα σας την πω τώρα…

 

Και μετά από όλα αυτά τα βαρύγδουπα θέματα, ας μιλήσω και για ένα ακόμα θέμα. Όπως μου το έθεσε καλοπροαίρετα κάποιος φίλος που το είχε διαβάσει πριν από αρκετό καιρό, «Μια ερωτική ιστορία είναι».

Μέσα στην ιστορία υπάρχει έρωτας, αλλά βασικά υπάρχει αγάπη.

 

Ήρωες

 

Στην ιστορία υπάρχουν δύο βασικοί ήρωες, οι οποίοι αποτελούν τους δυό πόλους της εξέλιξής της. Είναι η Καρίν από το Ροδανό και ο Φάραντ από την Αρκοσάντι. Οι δυό πόλοι προσφέρουν δυνατότητα να ελίσσομαι και να βρίσκομαι αφ’ ενός σε μέρη που ο ένας ή ο άλλος ήρωας δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να βρίσκεται φυσικά και αφ’ ετέρου σε μέρη λογικά και συναισθηματικά που και πάλι δεν γίνονται κατανοητά από τον έναν ή τον άλλον μια που έρχονται από τόσο διαφορετικούς κόσμους.

 

Η Καρίν είναι η προσωποποίηση του ανήσυχου πνεύματος που ζητάει τη γνώση, αλλά είναι πρωτόγονη και επιθετική στην αναζήτησή της. Είναι ο χαρακτήρας που πέφτει στο νερό και στη φωτιά χωρίς να το συλλογιστεί.

Ο Φάραντ είναι ο προβληματισμένος άνθρωπος, που ενώ είναι πολύ καλός στην ψυχή, έχει μάθει και να συμβιβάζεται, να περιμένει και μέχρι την κατάλληλη στιγμή να χαμηλώνει τους τόνους. Είναι κι αυτός γεμάτος πάθος, και επειδή ξέρει ότι πρέπει να το ελέγχει, βασανίζεται πολλές φορές και περισσότερο.

 

Οι ήρωες πλάστηκαν σε κάποιο βαθμό γύρω από την αρχική ιδέα της έμπνευσης και μετά η ίδια η ιστορία ωριμάζει για να συμπεριλάβει τους ήρωες που αποκτούν τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά τους.

 

Δευτερεύοντες ήρωες - Κακοί

 

Επιρροές

Μια συνηθισμένη παρατήρηση που ακούω από αναγνώστες επιστημονικής φαντασίας είναι η ερώτηση αν έχω διαβάσει την «Πόλη και τ’ Άστρα» του Κλαρκ και αν επηρεάστηκα από αυτήν για να στήσω το περιβάλλον της πόλης και των υπόλοιπων περιοχών.

Η απάντηση βέβαια είναι, ναι. Ο Κλαρκ είχε παραμείνει για πολλά χρόνια ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Την «πόλη και τ’ άστρα» την έχω διαβάσει και πολύ νωρίς μάλιστα. Πρέπει να ήταν το πέμπτο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που είχα διαβάσει. Είχα εντυπωσιαστεί φοβερά και είχα συγκινηθεί από το πόσο σπουδαία πράγματα μπορεί να κάνει η ανθρωπότητα στο μέλλον.

Για ένα διάστημα μάλιστα, όταν ήμουνα φοιτήτρια, διάβαζα αποσπασματικά ξανά και ξανά την πόλη και τ’ άστρα, κάθε παραμονή που θα έγραφα μάθημα. Κάπως έτσι θα πρέπει να διάβαζαν τα παλιά χρόνια το ευαγγέλιο φαντάζομαι. Αυτό ξεκίνησε την παραμονή ενός δύσκολου μαθήματος, που αποφάσισα να διαβάσω κάτι ευχάριστο και οικείο για να χαλαρώσω και να κοιμηθώ, κι όταν έγραψα πολύ καλά την άλλη μέρα, η ιδέα ότι φέρνει γούρι λίγη «Πόλη και τ’ Άστρα» την παραμονή κάθε διαγωνίσματος καλλιεργήθηκε σιγά-σιγά σαν δεισιδαιμονία.

Ωστόσο, όταν άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία, η κεντρική ιδέα μου ξεκινούσε απ’ αλλού. Η Αρκοσάντι ήταν μια αναγκαιότητα για να μπορέσει να υπάρξει η εξέλιξή του έργου. Ήταν λογική συνέπεια της υπόλοιπης δομής, δηλαδή των χωριών, που οι κάτοικοι διαθέτουν κάποιες μνήμες. Οι μνήμες κάποιους αφορούν και κάποιοι τις χρειάζονται. Αυτοί που ελέγχουν την κατάσταση θα έπρεπε να έχουν μια κρίσιμη μάζα, για να διατηρούν έστω και με τον περίεργο τρόπο που το κάνουν το τεχνολογικό επίπεδο, άρα ήταν απαραίτητη μια πόλη. Άνετα θα μπορούσαν να είναι και περισσότερες πόλεις, εκτός από το ότι πολύ σύντομα θα κινδύνευαν να εμπλακούν πάλι σε νέες διαμάχες και πολέμους.

Δεν είχα καθόλου, τουλάχιστον ενσυνείδητα, στο μυαλό μου την «Πόλη και τ’ Άστρα». Εξάλλου, το Ντίασπαρ είναι σχεδόν άφθαρτο ενώ η Αρκοσάντι υφίσταται συνεχή φθορά. Κι ενώ η ανθρωπότητα του Κλαρκ έχει τιμωρηθεί από την τρελή διάνοια που κατασκεύασε όταν έφτασε σε τόσο μεγάλη πνευματική πρόοδο ώστε να κυριαρχήσει σε χιλιάδες άστρα, η δική μου ανθρωπότητα υποφέρει τις συνέπειες της μισαλλοδοξίας και της επιθετικότητάς της, μια που μαθαίνουμε αργότερα ότι ο μετεωρίτης έπεσε ενώ η Γη βρισκόταν στη μέση ενός παγκόσμιου πολέμου.

 

Στην πραγματικότητα, μια βασική επιρροή για την κεντρική μου ιδέα ήταν το πρώτο βιβλίο από το "chronicles of amber ", το "nine princes in amber". Εκεί, το βιβλίο ξεκινάει με τον ήρωα να ξυπνάει σε ένα νοσοκομείου, να αναρωτιέται στη σελίδα 1 "where the hell am i?" και να συνεχίζει στη σελίδα 3 "i didn’t know who i was". Και όλο το έργο το διαβάζω χωρίς αναπνοή, επειδή ο ήρωας ξέρει αποσπασματικά κάποια πράγματα και ψάχνει μέχρι που βρίσκει ακριβώς ποιος είναι και τι ζητάει.

Κάπως, από εκείνη τη στιγμή λοιπόν, αρχίζει και μου δημιουργείται κι εμένα αποσπασματικά μια κατάσταση με ανθρώπους οι οποίοι διαθέτουν γνώσεις που δεν τους έχει διδάξει κανείς. Κάπως έτσι πλάθεται σιγά-σιγά η Καρίν, που διαθέτει τη φυλετική γνώση αλλά δεν ξέρει τι είναι.

Για πολύ καιρό λοιπόν, γυροφέρνω στο μυαλό μου την ιδέα και τα πιθανά σενάρια για το τι μπορεί να έχει συμβεί και να υπάρχουν τέτοιου είδους αποτυπώσεις στους εγκεφάλους των ανθρώπων. Επίσης σκέφτομαι και διάφορα περιβάλλοντα στα οποία μπορούν να δρουν αυτοί οι ήρωες, αλλά πάντοτε καταλήγω σε κάτι πιο πρωτόγονο. Με ελκύει και η ιδέα της σύγκρουσης αυτού που διαθέτει μια ισχυρή αλλά ακατανόητη μνήμη με το γύρω περιβάλλον, που όσο πιο πρωτόγονο είναι τόσο πιο βίαια είναι πιθανό να αντιδράσει στις εκδηλώσεις αυτής της μνήμης.

 

Πάνω λοιπόν που γυροφέρνω για πολλές εβδομάδες αυτή την μεμονωμένη ιδέα στο μυαλό μου και αναρωτιέμαι τι έχει συμβεί στον κόσμο, έχω μια ξαφνική ιδέα.

Η ιδέα μου έρχεται ενώ πηγαίνουμε εκδρομή στη maine, Μάιο του 1988 στην Αμερική. Το αυτοκίνητο προχωράει σε μια ειδυλλιακή διαδρομή της Νέας Αγγλίας και στο δεξί μου χέρι υπάρχει ένα ποτάμι. Τότε λοιπόν, συλλαμβάνω με μιας την ιδέα: Ο κόσμος έχει καταστραφεί από κάτι (δεν ξέρω ακόμα τι και δεν με ενδιαφέρει σ’ αυτή τη φάση), οι άνθρωποι έχουν διασκορπιστεί στη Γη και η κάθε φυλή έχει καταγραμμένη στις μνήμες της μια πολύτιμη γνώση τεχνολογική, η οποία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει αλλιώς στους δύσκολους αιώνες που ακολουθούν την καταστροφή. Ποιος μπορεί να έχει ασχοληθεί μ’ αυτή την εγγραφή γνώσεων στο dna εφόσον έχει γίνει μια τόσο μεγάλη καταστροφή; Μα κάποιοι που έχουν επιβιώσει επειδή βρίσκονται αλλού όταν το κακό χτυπάει τη Γη. Στον Άρη, ας πούμε. Έτσι κι αλλιώς, όταν ήμουν στο σχολείο είχα γράψει μια ιστορία για μια αποικία στον Άρη και για το πώς επιβίωσε από μια μεγάλη καταστροφή που έγινε στη Γη. Η ιστορία βέβαια εκείνη ήταν πολύ πρωτόλεια, αλλά το 1988 την είχα στο μυαλό μου σαν πιο πρόσφατη από όσο είναι τώρα.

Έτσι λοιπόν (ευτυχώς που δεν οδηγούσα εγώ) μένω σαν χαζή σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή, χαζεύω το ποτάμι και πλάθω την πρώτη δομή των κοινωνιών του πλανήτη μας. Φυσικά, μετά από αυτό ήταν εντελώς σίγουρο ότι η ιστορία ξεκινάει κοντά σε ένα ποτάμι. Η επιλογή του Ροδανού, όπως είπα και πριν είναι τυχαία. Θα μπορούσε να είναι ο Νέστος, ο Ινδός ή ο Ρήνος. Έτυχε να μου αρέσει ακουστικά ο Ροδανός.

Την περιγραφή της Αρκοσάντι και το τοπίο από λάβα το σκέφτηκα λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν βρεθήκαμε στο craters of the moon, στο idaho, μια περιοχή που υπάρχει πεδιάδα λάβας χωρίς ηφαιστειακό κώνο, επειδή εκεί η δραστηριότητα οφείλεται σε σχισμές της Γης από όπου βγαίνει το μάγμα. Η Αρκοσάντι βρίσκεται ανατολικότερα ωστόσο, σε μια περιοχή που δεν υπάρχει στις μέρες μας ηφαίστειο. Γι αυτό δίνεται επίσης μια εξήγηση, κάπου πολύ αργά όμως μέσα στην ιστορία.

 

Και αρχίζω να σκέφτομαι σοβαρά ποια είναι η κατάλληλη καταστροφή, δεδομένου ότι δεν ήθελα να είναι πυρηνική καταστροφή, και εντελώς θαυμαστά βρίσκομαι με το lucifer’s hammer στα χέρια μου κι έτσι καταλήγω στον μετεωρίτη.

 

timing: Επιστροφή στην Αθήνα – Οικολογικοί προβληματισμοί

 

Στοιχεία επιστημονικής φαντασίας - φαντασίας

 

Μελλοντικός χρόνος

 

Επίτευξη αποικιών στον Άρη – Διαστημικών ταξιδιών

 

Φυλετικές μνήμες – Δυνατότητα λεπτής επέμβασης στο d.n.a. έστω και ξεχασμένη

 

Ψυχρή σύντηξη

 

Πλέγμα απώθησης

 

Πηγές

 

Δεν θα έλεγα ότι έκανα και πολύ μεγάλη έρευνα για να γράψω το βιβλίο. Εκτός από λίγη μελέτη στους χάρτες και μερικά βιβλία που μιλούσαν για καθημερινή ζωή σε πρωτόγονες κοινωνίες και τα οποία χρησιμοποίησα βασικά για να κάνω λίγο πιο ζωντανές και αληθοφανείς τις λεπτομέρειες, για όλα τα άλλα βασίστηκα σε πράγματα που ήξερα ήδη.

 

Το ιστορικό της ιστορίας και του βραβείου

 

Έμπνευση: Μέσα στο 1988, με υψηλό σημείο τη στιγμή κοντά στο ποτάμι.

Συγγραφή: Από τον Οκτώβριο του 1988 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1989.

Χρόνος αναμονής στο συρτάρι: Μια πλήρης δεκαετία. Γίνονται μικρές διορθώσεις με προτροπές φίλων που το διαβάζουν.

Διαγωνισμός: Κατά προτροπή του Γ. Γούλα το στέλνω στο διαγωνισμό της Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 1999, μετά από μια γενναία περικοπή 40 σελίδων, η οποία έγινε μέσα σε δύο απογεύματα.