ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΠΡΑΓΜΑ 

 

Ή

 

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΜΕΡΗ

(1975,  triode fanzine)

 

υπό Μάικλ Μούρκοκ

 

 

σε μετάφραση Γιώργου Μάντη

 

    * * * * * *  * * *

 

 

 

 

Από τα σκοτεινά μέρη, από τις ουρλιάζουσες ομίχλες, απ’ τις χώρες χωρίς ήλιο, από την Γονόρια,  ήρθε ο ψηλός Κάθαρζ, με το μελαγχολικό σπαθί του τον Βελανιδο-Σφαγέα στο δεξί του χέρι, το καταραμένο ακόντιο Αιματο-Γλύφτη στο αριστερό, το κακό τόξο Θανατο-Τραγουδιστή στη πλάτη, μαζί με τη φαρέτρα των φοβερών βελών, Καρδιο-ψάχτη, Ξεραμεν-αιμ-άπληστο, Ψυχο-αρπάχτη, Ορφανο-φτιάχτη, Ματο-τυφλωτή, Λύπη-σέρνη, Φασολο-σχίστη κ.α.

Εκεί που θα ‘πρεπε να ‘ναι το δεξί του μάτι ήταν ένας πολύτιμος λίθος, του οποίου το χρώμα μερικές στιγμές μεταπηδούσε από υπναλέο κόκκινο σε υποκαμένο μπλε.

Στη θέση του αριστερού ματιού του ήταν ένας πολυεπίπεδος κρύσταλλος, ο οποίος έπαλλε σαν να είχε δικιά του ζωή. Όπου ο Κάθαρζ είχε κάποτε δεξί χέρι, τώρα ένα πράγμα από ατσάλι, ξύλο και σκαλισμένο αμέθυστο στηριζόταν στον κορμό του. Με εννέα δάκτυλα, εξωγήινο, κομμένο από τον Κάθαρζ από το ον που κάποτε είχε κόψει το δικό του χέρι. Το αριστερό χέρι του Κάθαρζ έφερε με την πρώτη ματιά μια απλή περιχειρίδα, αλλά  όταν το κοίταζες καλύτερα έβλεπες ότι ήταν στην πραγματικότητα ένα κατασκεύασμα με πολλαπλές συνδέσεις από ασήμι, χρυσάφι και λάπις λαζούλι.

Όταν ο Κάθαρζ περνούσε, ο κόσμος που τον έβλεπε δεν πρόσεχε ούτε το μουρμουρίζον σπαθί του στο δεξί του χέρι, ούτε το ψιθυριστό ακόντιο στο αριστερό του χέρι, ούτε το κλαψιάρικο τόξο στη πλάτη με τη γογγύζουσα φαρέτρα των βελών, ούτε το δεξί υπναλέο κόκκινο μάτι, ούτε το αριστερό μάτι με τον παλλόμενο κρύσταλλο, ούτε το 9-δάκτυλο δεξί χέρι, ούτε το λαμπερό μεταλλικό αριστερό χέρι.

Ο κόσμος πρόσεχε μόνο το φρικιαστικό πόδι του Κουλουγουίμουν, το οποίο έπαλλε στον αναβολέα του δεξιού μέρους της σέλλας του.

Το πόδι του Πονούντος Θεού, του Κουλουγουίμουν  Ριζο-σπάστη, του οποίου η μόνη επιδίωξη πάνω στη γριά και ξεφτιλισμένη Γη ήταν να κάνει χήρες όλες τις παντρεμένες.. Κουλουγουίμουν ο Χτυπών, του οποίου τα φρικτά  πόδια  είχαν ποδοπατήσει και πολτοποιήσει ολόκληρες πόλεις, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να φτιάχνουν πόλεις. Κουλουγουίμουν ο Τελευτών, ο Τελευταίος απ’ τους  Τελευταίους, ο οποίος είχε απωθηθεί πίσω, στη νησιωτική του επικράτεια, στο τέλος του κόσμου, πέρα από τον Δυτικό Πάγο, και ο οποίος τώρα  ερχόταν κουτσαίνοντας, ακολουθώντας τον Κάθαρζ, ουρλιάζοντας από εκδίκηση, απαιτώντας την επιστροφή του ποδιού του, το οποίο είχε κόψει βέβαια ο Βελανιδο-σφάχτης, έτσι ώστε να μπορεί ο Κάθαρζ να περπατάει και να συνεχίσει αυτή την καταραμένη αναζήτηση, φέροντας όπλα που δεν ήταν για την προστασία του αλλά προσωπικό φορτίο, αναζητώντας απολύτρωση για την ενοχή που έτρωγε την ψυχή του, από τότε ο που ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για το θάνατο του νεαρότερου αδελφού του, του Φόραξ του Χρυσαφένιου, για το θάνατο της ανιψιάς του, Λίβιας Ευγενικο-γονατούσας, για τον ζωντανό θάνατο του ξαδέλφου του,   Γουέρτιγκο του Ανισόρροπου, ψάχνοντας τα ίχνη της χαμένης αγάπης του, της Σίφιλας της Ωραίας, η οποία είχε κλαπεί απ’ αυτόν από τον αρχι-εχθρό του, τον μάγο Το’με’κο’οπ’ρ, τον πιο ισχυρό, τον πιο κακό, το πιο λάγνο, απ’ όλους τους μεγάλους μάγους από αυτό τον μαγικο-συννεφιασμένο κόσμο.

kαι δεν υπήρχαν φίλοι να βοηθήσουν τον Κάθαρζ τον Θεοπόδαρο. Πρέπει να συνεχίσει μόνος του, με ανατριχιαστικό τρόμο μπροστά του και βογγούσα ενοχή πίσω του, ενώ ο Κουλουγουίμουν, ουρλιάζοντας, γεμάτος εκδίκηση, κουτσαίνοντας, τον ακολουθεί πάντα.

Ο Κάθαρζ συνέχιζε να ιππεύει, χωρίς να σταματά, χωρίς να αφιππεύει, ανυπόμονος ο ίδιος να πάρει την εκδίκησή του από το σατανικό μάγο, και το πόδι του Κουλουγουίμουν, του Τελευταίου των Τελευταίων, ήταν πάρα πολύ βαρύ πάνω του, όπως και θα ‘πρεπε, διότι ήταν 18 ολόκληρες ίντσες μακρύτερο από το αριστερό του πόδι και γυμνό, διότι έπρεπε να εγκαταλείψει την μπότα του όταν είδε ότι δεν ταίριαζε. Τώρα την μπότα την είχε ο Κουλουγουίμουν. Έτσι έμαθε ότι ο Κάθαρζ ήταν ο θνητός, που του είχε κλέψει το πράσινο, 17-νυχο πόδι, κολλώντας το με πονηρή μαγεία στη σάρκα του δικού του μηρού. Ο δεξιός μηρός του Κάθαρζ δεν αποτελείτο από σάρκα, αλλά από βερνικωμένο φελλό, φτιαγμένο γι’ αυτόν από τους Ανθρώπους κάτω από τα Ύφαλα, όταν τους βοήθησε στη μεγάλη τους μάχη ενάντια στους Θεούς της Κατωτάτης Θάλασσας.

Ο ήλιος είχε κηλιδώσει τον ουρανό με ένα πελιδνό κόκκινο χρώμα και είχε βυθιστεί πίσω από τον ορίζοντα και ο Κάθαρζ δεν είχε αναπαυθεί καθόλου, όταν λίγο πριν σκοτεινιάσει τελείως  διέκρινε ένα μικρό πέτρινο εξοχικό, με μια ταράτσα από γυαλιστερή ασβεστόπετρα, όπου ήλπιζε ότι θα ‘βρισκε φαγητό, γιατί ήταν πολύ πεινασμένος.

Χτυπώντας την πόρτα, ξεφώνισε :

΄΄Χαίρετε, έρχομαι σαν φίλος, αναζητώντας φιλοξενία, είμαι ο Κάθαρζ ο  Μελαγχολικός, που έχει πολλούς εχθρούς και κανένα φίλο, που κουβαλά την κατάρα του Κουλουγουίμουν του Ριζοσπάστη πάνω του, που έσφαξε τον αδελφό του, τον Φόραξ τον  Χρυσαφένιο ,και προκάλεσε τον θάνατο της Λίβιας της Ευγενικο-Γονατούσας, της διάσημης για την ομορφιά της, και ο οποίος ψάχνει την χαμένη αγάπη του τη Σύφιλα την Ωραία, που είναι αιχμάλωτη του μάγου Το’με’κο’οπ’ρ, και ο οποίος  του έχει ετοιμάσει μια μεγάλη και τρομερή κατάρα.΄΄.

Η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα στεκόταν εκεί. Τα μαλλιά της ήταν ασημένια σαν ιστός αράχνης στο φεγγαρόφωτο, τα μάτια της είχαν το βαθύ χρυσό που βρίσκει κανείς στο κέντρο μια κυψέλης, το δέρμα της είχε τη χλωμή, ντροπαλή ομορφιά του τσαγιο-τριαντάφυλλου.

΄΄Καλώς ήλθες, ξένε΄΄, είπε εκείνη.

΄΄Καλώς ήλθες σε ότι απόμεινε από τη Λανόλι, της οποίας ο πατέρας ήταν κάποτε ο ισχυρότερος σ’ αυτά τα μέρη.΄΄

Καθώς την αντίκρισε, ο Κάθαρζ ξέχασε τη Σίφυλα την Ωραία, ξέχασε ότι ο Κουλουγουίμουν ερχόταν κουτσαίνοντας στο κατόπι του, ξέχασε ότι είχε σφάξει τον αδελφό του, την ανιψιά του και πρόδωσε τον ξάδελφό του, τον Γουέρτιγκο τον Ανισόρροπο.

΄΄ Είσαι πολύ όμορφη, Λανόλι΄΄, της είπε.

΄΄ Α΄΄, είπε εκείνη, ΄΄αυτό το έχω μάθει. Αλλά ομορφιά σαν τη δική μου μπορεί μόνο να ευδοκιμήσει μόνο όταν την βλέπουν και πέρασε τόσο πολύς  καιρός από τότε που ήλθε κανείς σ’ αυτή τη χώρα΄΄.

΄΄ Άσε με να βοηθήσω την ομορφιά σου να ευδοκιμήσει΄΄, είπε εκείνος.

Ξέχασε το φαγητό, ξέχασε τις ενοχές, ξέχασε τους φόβους καθώς ο Κάθαρζ απήλλαξε τον εαυτό του από το σπαθί του, το ακόντιό του, το τόξο και τη φαρέτρα με τα βέλη και μπήκε σιγά μέσα στο εξοχικό. Το βάδισμά του ήταν σερνόμενο,  διότι ακόμα κουβαλούσε το φορτίο που ήταν το πόδι του Τελευταίου των Τελευταίων και χρειάστηκε λίγη ώρα για να το περάσει από την πόρτα, τελικά όμως μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα πίσω του την πήρε στην αγκαλιά του και πίεσε τα χείλη του στα δικά της .

΄΄ Ω Κάθαρζ΄΄, αναστέναξε εκείνη, ΄΄Κάθαρζ !΄΄

Ύστερα από λίγο στέκονταν γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλο. Τα μάτια της ταξίδεψαν στο κορμί του και ήταν προφανές ότι τα μάτια του από κόκκινο πετράδι και από πολύ – επίπεδο κρύσταλλο της  άρεσαν, ότι θαύμασε το ασημένιο χέρι του καθώς και το άλλο, το 9-δάχτυλο, ακόμα και το μεγάλο πόδι του Κουλουγουίμουν ήταν ωραίο σαν θέα.

Αλλά τότε τα μάτια της, δειλά μέχρι εκείνη τη στιγμή, έπεσαν πάνω σε εκείνο που βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια του. Τα μάτια  της μεγάλωσαν λιγάκι και κοκκίνισε. Τα αξιαγάπητα χείλη της σχημάτισαν μια  ερώτηση, αλλά εκείνος κινήθηκε γρήγορα και την αγκάλιασε πάλι.

΄΄Πώς ;΄΄, μουρμούρισε εκείνη. ΄΄ Πώς, Κάθαρζ ;΄΄

΄΄Είναι μια μεγάλη και ‘ματοβαμμένη ιστορία΄΄, ψιθύρισε εκείνος, ΄΄ μια ιστορία αντιζηλίας και εκδίκησης, αλλά αρκεί να σου πω ότι τελείωσε με τον πατέρα μου, τον Ζύμπουλ τον Κτηνώδη, ο οποίος πήρε μια τρομερή εκδίκηση πάνω μου. Διέφυγα από την αυλή του, διέσχισα την έρημο του Γκριζιγουήν, σαν λυσσασμένος, και εκεί ήταν που με βρήκαν οι πρωτόγονες φυλές του Βέλοξ και με πήγαν στο  Σοφό  Άντρα του Οόρπς στα βουνά πέρα από τη Κατατόνια. Εκείνος με περιποιήθηκε, με θεράπευσε και έφτιαξε αυτό για μένα. Του πήρε 2 χρόνια, και όλα αυτά τα 2 χρόνια, εγώ ζούσα σαν λυσσασμένο σκυλί, τρώγοντας  μόνο σκόνη, δροσιά και ρίζες. Οι χαρακιές έχουν μυστικιστική σημασία, οι ρούνοι περιέχουν το σύνολο της μεγάλης του σοφίας, οι μικρές εικόνες δείχνουν τι μπορεί να φτιαχτεί από ανθρώπινη αγάπη. Δεν είναι όμορφο ; Πιο όμορφο από εκείνο που αντικαταστάθηκε ;΄΄

Η ματιά της ήταν σεμνή. Έγνεψε σιωπηλά.

΄΄Είναι πράγματι πολύ όμορφο΄΄, συμφώνησε. Και τότε τον κοίταξε και είδε τα δάκρυα που γυάλιζαν στα μάτια του. ΄΄Αλλά  ήταν ανάγκη να ‘ναι από αμμόλιθο ;΄΄

΄΄ Δεν υπάρχει και τίποτε άλλο΄΄, εξήγησε εκείνος ,΄΄ στα βουνά πέρα από την Κατατόνια.΄΄ 

 

 

ΤΕΛΟΣ