Η ΣΤΡΑΤΑ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ
gary kilworth: murderers' walk, 1987

Μέρος
Υπάρχει μια πόλη- κράτος, που κοίτεται μεταξύ δύο μεγάλων χωρών, όπου οι φονιάδες βρίσκουν καταφύγιο από το νόμο, αλλά όχι από τη δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη βρίσκει το δικό της δρόμο.

Ένας μακρύς δρόμος, όχι πολύ πλατύτερος από ένα δρομάκι, περνάει από τη μέση, κόβοντας την πόλη. Ο δρόμος ονομάζεται Στράτα των Δολοφόνων και πάνω στα βότσαλά του, γλιστερά ακόμα και τις ξερές μέρες, πατάνε οι κακούργοι που τρέξανε στις σκιές του για να ξεφύγουν από το σχοινί.

Τα σπίτια είναι παλιά και προεξέχουν πάνω από τη στράτα, κρατώντας τη μόνιμα στη σκιά. Στο μήκος των βοτσάλων της δεν είναι ασυνήθιστο να δείτε έναν άντρα ή μια γυναίκα να τον ή την σέρνουν ή να οδηγούν, ή να μεταφέρουν με το ζόρι. Μερικές φορές ουρλιάζουν' μερικές φορές είναι παγωμένοι από το φόβο.

Σχοινί
Υπάρχουν πολλά που θυμίζουν σχοινί στη Στράτα των Δολοφόνων. Τα μέλη εκείνων που ακουμπούν νωχελικά σε μισογκρεμισμένα περβάζια είναι κομπιασμένα και φιδογυριστά' τα πλυμένα πάνω από το δρόμο είναι στριμωγμένα σε κοντά σχοινιά μπουγάδας, και συνεπώς κρέμονται στενά και μακρυά' οι σκιές που κυματίζουν στα κακοφτιαγμένα παράθυρα τείνουν να είναι λεπτές και στριφτές, εξαιτίας της παραμόρφωσης του γυαλιού. Μια βόλτα κατά μήκος του δρόμου, οποιαδήποτε μέρα, θα σας φέρει σε επαφή με άντρες και γυναίκες που ξέρουν το θάνατο από πρώτο χέρι: έχουν δοσοληψίες μ' αυτόν απ' ευθείας' στέκονται στο χείλος του θανάτου οι ίδιοι. Τους βλέπετε να στέκονται σε εξώπορτες καταστημάτων, σκάβοντας βαθουλώματα στο ξύλο με το τρίψιμο των ανήσυχων ώμων τους. Κανείς δεν ξέρει τί ή ποιόν περιμένουν-- ούτε ακόμα κι αυτοί που περιμένουν. Δεν υπάρχει προσδοκία στον αέρα.

Το παιχνίδι

Παίζουν ένα παιχνίδι στα πανδοχεία κατά μήκος της Στράτας των Δολοφόνων, που αποφεύγουν οι νεοφερμένοι τον πρώτο καιρό που φτάνουν. Οι νεοφερμένοι είναι απομονωμένοι και δε χρειάζονται τίποτε άλλο παρά τους εαυτούς τους. Είναι γεμάτοι είτε χαρά, είτε ανακούφιση που ξέφυγαν από το νόμο στις χώρες τους και για κάποιο διάστημα αυτό είναι αρκετό για να τους κρατήσει. Το παιχνίδι παίζεται σε ομάδες των εννέα, που ονομάζονται "ικριώματα".

Οι κανόνες

Κάθε παίχτης παίρνει φύλλα από την τράπουλα, που περιέχει δύο μπαλαντέρ, μέχρι να μη μείνει κανένα. Οι παίχτες κοιτάνε τα χαρτιά τους, και αυτός που έχει τον άσσο σπαθί πρέπει να αυτοκτονήσει, με απαγχονισμό, εικοσιτέσσερεις ώρες αργότερα, με το χτύπο των 8π.μ.. Είναι ένα απλό παιχνίδι, με απλούς κανόνες, αλλά οι κερδισμένοι παίκτες ξαναφορτίζουν εκείνα τα αισθήματα αγαλλίασης και ανακούφισης που ένιωσαν όταν πρωτόφτασαν στη Στράτα των Δολοφόνων.Έχουν νικήσει το θάνατο ακόμα μια φορά.

Το θύμα

Οι παίκτες κρατάνε όλα τους τα χαρτιά κρυφά μέχρι που φτάνει η ώρα να τα λογαριάσουν. Μαζεύονται στο πανδοχείο που παίχτηκε το παιχνίδι. Ένας από τους παίχτες θα λείπει και αυτός ή αυτή θα έχει τον άσσο σπαθί. Οι άλλοι παίκτες πάνε τότε στα δωμάτια του θύματος για να παραστούν στην αυτο-προκαλούμενη εκτέλεση. Θύματα που δεν είναι έτοιμα την καθορισμένη ώρα, κυνηγιούνται από το ικρίωμα και η πράξη γίνεται για λογαριασμό τους.

Εναλλακτική Λύση

Υπάρχει μια εναλλακτική λύση αντί της αυτοκτονίας. Τα θύματα μπορούν να φύγουν από την πόλη- κράτος και το άσυλο της Στράτας των Δολοφόνων και να δοκιμάσουν την τύχη τους με το νόμο απ' έξω. Δεν το κανουν πολλοί. Δεν είναι ο φόβος του θανάτου που είναι υπεύθυνος, αλλά ο τρόμος του να πεθάνουν στα χέρια ξένων: ένας τελετουργικός θάνατος που επινοήθηκε από μια ηθική που έχει απορριφθεί από τότε. Είναι μια απώθηση ισχυρότερη από το φόβο της αυτοκτονίας.

Χάρη

Υπάρχει, παρ' όλ' αυτά άλλη μια πιθανότητα για να ξεφύγει κανείς από το θάνατο. Αν ένας παίκτης, άλλος από το θύμα, έχει και τους δύο τζόκερ, αυτούς τους μπαλαντέρ της Τύχης, σε μια μοιρασιά, τότε μπορεί να τους δείξει την τελευταία στιγμή πριν τον απαγχονισμό. Το παιχνίδι τότε κηρύσσεται άκυρο και δίνεται χάρη στο θύμα.

Δολοφόνοι

Μόνο δολοφόνοι που έχουν ομολογήσει γίνονται δεκτοί σε ένα ικρίωμα. Η ιδιότητα του μέλους είναι μόνιμη και παιχνίδια ανά τρίμηνο υποχρεωτικά για όλα τα μέλη. Ως καινούριος δολοφόνος στη στράτα, εξετάζεις τα πρόσωπα του εγκατεστημένου πληθυσμού με περιφρόνηση. "Δε θα γίνω ποτέ σαν αυτούς," λες στον εαυτό σου, καθώς περιδιαβαίνεις το δρόμο, μελετώντας την απάθεια, την καταπιεσμένη απόγνωση. Κι όμως, σταδιακά, με το πέρασμα του καιρού η περιφρόνησή σου διαλύεται σε αυτή την ίδια απόγνωση. Μέσα σου, το φάντασμα του θύματός σου αρχίζει την αργή, δόλια κατάληψη της ψυχής σου. Μπορεί να ξαναζήσεις, ξανά και ξανά, εκείνες τις στιγμές όπου σκότωσες, ιδίως αν το θύμα σου ήταν ένα πρώην αγαπημένο πρόσωπο. Αν δεν έχεις ενοχή, υπάρχει η πικρία της ανακάλυψης και η επακόλουθη φυγή. Τελικά βουλιάζεις μέσα στο ίδιο τέλμα με τους συν- κακοποιούς σου και έλκεσαι προς το παιχνίδι από απελπισία.

Παίξιμο

Αρχίζεις το περπάτημα κατά μήκος του στενού δρόμου προς το πρώτο σου παιχνίδι. Τελικά φτάνεις στο πανδοχείο όπου πρόκειται να παίξεις για τη ζωή σου. Τα πρόσωπα των άλλων παικτών μαρτυρούν ακαθόριστη προσδοκία. Τα φύλλα μοιράζονται. Τα πρόσωπα γίνονται πέτρα.

Παίζεις το παιχνίδι ίσως μια φορά το τρίμηνο αρχικά-- μετά πιο συχνά καθώς το ναρκωτικό πιάνει πάτημα. Ως ένας από τους οκτώ νικητές, νιώθεις την ευφροσύνη του ότι νίκησες το φάσμα του θανάτου. Η ομάδα αλλάζει καθώς νέα μέλη παίρνονται στη θέση αυτών που τράβηξαν το φύλλο του θανάτου. 'Οσο περισσότερο κερδίζεις, τόσο περισσότερο πας να πιστέψεις σε μια μαγεμένη ζωή, ένα ανώτερο πεπρωμένο διαμορφωμένο μερικώς από τύχη και μερικώς από το απαραίτητο συστατικό ενός ξεχωριστού εαυτού. Δεν είσαι σαν τους άλλους. Κινείσαι σε ένα ανώτερο επίπεδο, σα θεός με την ικανότητά σου να αποδιώχνεις την κρεμάλα.

Χρόνος

Αλλά τελικά φτάνει μια ώρα όπου τραβάς το φύλλο του θανάτου. Αρχικά ο άσσος παραλείπει να φανεί. Είναι μισοχωμένος πίσω από ένα αθώο φύλλο. Μετά, ξάφνου, τον βλέπεις. Μέσα σου μια σιωπηλή κραυγή αρχίζει. Όλη η υγρασία φεύγει από το στόμα σου και ο εγκέφαλός σου αναβράζει με τρόμο. Είσαι σίγουρος ότι όλα τα άλλα μέλη το ξέρουν ήδη, γιατί πώς είναι δυνατό τέτοια εσωτερική ταραχή να μη φαίνεται στο πρόσωπό σου; Βάζεις τα φύλλα σου στην τσέπη σου, καταφέρνοντας ένα χαμόγελο και κάνεις πρόταση για ένα ποτό. Ύστερα ξεγλιστράς, μετά την πρώτη γουλιά μπύρας, που έχει γεύση ξυδιού, έξω στο νυχτερινό αέρα. Αρχίζεις να τρέχεις, τρέχεις βόρεια κατά μήκος του δρόμου, σταματώντας μόνο για να κάνεις εμετό. Τρέχεις ως την άκρη της πόλης- κράτους, όπου οι συνοριακοί φρουροί της γειτονικής χώρας στέκονται σε ετοιμότητα. Γυρίζεις και τρέχεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να τους βρεις να περιμένουν κι εκεί. Μετά ανατολικά. Μετά δυτικά. Τελικά, σέρνεσαι πίσω στο κατάλυμά σου για να σκεφτείς, να οργανώσεις σχέδια.

Εικοσιτέσσερεις ώρες

Υπάρχει μόνο ένα πράγμα χειρότερο από το να μην ξέρεις πότε θα πεθάνεις-- δηλαδή το να ξέρεις. Κάθεσαι στην άκρη του κρεβατιού σου και κοιτάς γύρω στο δωμάτιό σου. Ζηλεύεις την κατσαρίδα που κινείται στο πατωμα: ζηλέυεις την έλλειψη φαντασίας της. Τη μια στιγμή τα χέρια σου είναι στεγνά, τη άλλη, υγρά. Το βάρος της ενοχής έχει φύγει. Είσαι έτοιμος να εξιλεωθείς. Προσπαθείς να πεις στον εαυτό σου ότι αυτό που αισθάνεσαι είναι μεταμέλεια, αλλά ξέρεις ότι είναι μόνο λύπη για την πράξη που δεν μπορεί να ξεγίνει, την πράξη που σε έβαλε σε τούτη την αδιάλλακτη κατάσταση. Το κεφάλι σου γυρίζει πάνω από χίλιες σκέψεις, αλλά καμιά από αυτές δεν οδηγεί στην απόδραση. Ξαφικά καταβαίνεις γιατί υπάρχει αυτό το άσυλο. Είναι μια φυλακή το ίδιο ασφαλής όσο οποιαδήποτε με ψηλούς τοίχους και φύλακες. Στη Στράτα των Δολοφόνων, οι φυλακισμένοι δικάζουν ο ένας τον άλλο και καταδικάζουν ο ένας τον άλλο σε θάνατο.

Θάνατος

Αναρωτιέσαι ποιά θα είναι η αίσθηση του σχοινιού στο λαιμό σου. Αγγίζεις το λαιμό σου με τα δάχτυλά σου. Θα σπάσει η σπονδυλική στήλη, ή θα εκπνεύσεις αργά; Ίσως θα σκάσουν οι πνεύμονές σου; Προσπαθείς να φανταστείς τη χλωμάδα του πρησμένου σου προσώπου: πορφυρό ίσως; Τα μάτια σου, τεράστιες σφαίρες να έχουν χαλαρώσει έξω από τις κόγχες τους; Η γλώσσα σου να κρέμεται μακριά ανάμεσα σε μπλε χείλη; Κλαις. Ο νους σου μουδιάζει. Τα μάτια σου είναι στεγνά. Το κεφάλι σου είναι γεμάτο με χίλιες ενεργές σκέψεις, κάθε μία ένας εφιάλτης.

Άκυρο παιχνίδι

Υπάρχει, βέβαια, η πιθανότητα ενός άκυρου παιχνιδιού. Δεν είναι τόσο ασυνήθιστο. Αλλά όσο πιο πολύ πλησιάζει η ώρα, τόσο πιο σίγουρος είσαι ότι δε θα σου απονεμηθεί χάρη. Έχεις αφαιρέσει μια ζωή και δε σου αξίζει έλεος. Οι ώρες περνάνε γρήγορα και αργά' ο χρόνος τρέχει και στέκεται, ανάλογα με το αν είναι ο πόνος της ζωής, ή του θανάτου, που σε απασχολεί. Για ένα πράγμα είσαι σίγουρος: δε μπορείς να ελπίζεις.

Απουσία

Είναι τρία λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα. Οι άλλοι παίκτες θα μαζευτούν με τα φύλλα τους. Θα ξέρουν, φυσικά, δια της απουσίας σου, ότι εσύ είσαι το θύμα. Θα αισθάνονται μεθυσμένοι, νικητές, σε έξαψη. Θα μιλάνε με γρήγορες φωνές. Τα μάτια τους θα είναι λαμπερά.

Οκτώ π.μ.

Τραβάς την καρέκλα κάτω από το δοκάρι καθώς φτάνουν οι άλλοι. Ακούς τα πόδια τους στα ξύλινα σκαλιά. Τούτοι είναι ήχοι που φυλάς σα θησαυρό: κάθε τρίξιμο, κάθε κούφιο πάτημα. Ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουν. Τα πρόσωπά τους είναι σταχτιά όπως ήταν και το δικό σου όταν παραστεκόσουν σε άλλους θανάτους. Η αγαλλίαση έχει παραμεριστεί για την ώρα. Αλλά πρέπει να γίνει, γιατί χωρίς ένα θάνατο δεν υπάρχει παιχνίδι και χωρίς το παιχνίδι δεν υπάρχει ζωή. Αυτή είναι μια δοκιμασία τόσο γι' αυτούς όσο και για σένα-- μόνο η σκοπιά είναι διαφορετική.

Ένας τους σου δίνει το σχοινί. Στέκεσαι στην καρέκλα ελπίζοντας ότι τα πόδια σου θα σε στηρίξουν για λίγες ακόμα στιγμές. Δένεις το σχοινί στο δοκάρι. Τα χέρια σου είναι ασταθή. Τότε-- ξαφνικά-- είσαι έτοιμος να πεθάνεις. Σε αυτή τη στιγμή όλος ο τρόμος έχει φύγει. Μπορεί ακόμα να τρέμεις, ή να συσπάσαι, ή να χλωμιάζεις, αλλά είσαι έτοιμος. Δεν είναι η στιγμή του θανάτου που είναι τόσο τρομερή, είναι η προετοιμασία που καταλήγει σε κείνη τη στιγμή. Είσαι έτοιμος. Είσαι έτοιμος. Μια στιγμή ακόμα...

Τέλος

Ένας από την παρέα βγαίνει μπροστά και ανεμίζει δύο τζόκερ στο πρόσωπό σου. "Άκυρο παιχνίδι," φωνάζει. "Ζεις για να παίξεις ξανά." Σε τραβάνε από την καρέκλα και σε σπρώχνουν δυνατά προς την πόρτα, κάτω στις σκάλες και έξω στο δρόμο. Μέσα σου ο φόβος εκρήγνυται ξανά και κείνη η πολύτιμη στιγμή, η στιγμή όπου ήσουν έτοιμος να πεθάνεις, έχει φύγει. Σου έχουν κλέψει το θάνατό σου από σένα και ξέρεις ότι δε μπορείς να ανακτήσεις αυτή την πνευματική κατάσταση ξανά, χωρίς να ξαναζήσεις άλλες εικοσιτέσσερεις ώρες τρόμου.

Τότε είναι που χώνεις τις φτέρνες σου στα ανυποχώρητα βότσαλα και αρπάζεις ένα περαστικό περβάζι με δάχτυλα που θα 'σφιγγαν μια πέτρα σε σκόνη. Τότε είναι που ο νους σου τινάζεται ανοιχτός σαν εκτινασσόμενη καταπακτή. Τότε είναι που σε σέρνουν κατά μήκος του δρόμου, ενώ κλωτσάς και ουρλιάζεις, σαν άνθρωπος που τον οδηγούν στην εκτέλεσή του.